Περπατώντας πιασμένοι χέρι-χέρι, και μάλιστα μη συνειδητά, εξερευνούσαν την μαγευτική Κάλυμνο, περνούσαν από στενάκια, και χάζευαν τα υπέροχα τοπία της. Περπατούσαν στην θάλασσα συζητώντας με τις ώρες, που ξέχασαν και οι δύο τα αρχικά κίνητρα τους. Να συλλέξουν πληροφορίες. Μιλούσαν για αρκετή ώρα, για τις βλακείες της ζωής τους, διάφορα περιστατικά, πράγματα που τώρα, τους έκαναν να γελάνε. Το γέλιο τους νεανικό και γάργαρο, τόσο αληθινό και ζωντανό. Μαζί της ο Τζέσφρεν, έμοιαζε να θυμάται, όχι τα πάντα, αλλά πράγματα που μετά το ατύχημα είχε ξεχάσει.
<<Σπένσερ, θυμάμαι!>> της είπε με έναν κρυφό ενθουσιασμό.
<<Θυμάσαι; Τι θυμάσαι Τζέσφρεν;>> ρώτησε αποτυγχάνοντας να κρύψει την αγωνία της.
<<Την Τζένεβι, θυμάμαι! Και εσένα σε θυμάμαι, γι αυτό τόσο καιρό νιώθω..>> σταμάτησε απότομα σαν να μην έπρεπε να τα είχε πει όλα αυτά.
<<Τι νιώθεις; >> τον κοίταξε με τα γεμάτα απορία μάτια της και ένιωσε ένα μούδιασμα να διαπερνά όλο της το σώμα.
Όλο αυτό διέκοψε ένας ξαφνικός και απότομος ήχος, σαν κάποιος να παρακολουθεί την κάθε τους κίνηση. Γύρισαν απότομα τα κεφάλια τους πίσω και αντίκρισαν μία βιαστική μαυροφορεμένη αντρική φιγούρα, να τρέχει σαν να μην ήθελε να ξέρουν ότι βρισκόταν εκεί. Έτρεξαν γρήγορα από πίσω του, τον ακολούθησαν μέσα από στενάκια, παρακολουθώντας τον να ξεφεύγει, μέχρι που τον έχασαν εντελώς, στο σούρουπο. Προσπάθησαν να σκεφτούν, μήπως γνωρίζουν αυτό το άτομο; Τι ήθελε εκεί πέρα και γιατί να φύγει τόσο βιαστικά; Και οι δύο έμοιαζαν τόσο σίγουροι ότι τον γνωρίζουν -ναι, ήταν άντρας αυτό ήταν κάτι που και οι δύο τους γνώριζαν καλά- ένοιωθαν κάτι, η αύρα του, η κίνησή του, ήταν όλα γνώριμα.Με βήματα αργά και προβληματισμένα, πήραν το δρόμο της επιστροφής, ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του...
<<Πριν... κάτι πήγες να μου πεις. Εννοώ πριν γίνει όλο αυτό.>> είπε διστακτικά η Σπένσερ.
<<Δεν έχει σημασία. Αλήθεια.>> απάντησε αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια.
<<Νομίζω πως έχει Τζέσφρεν. Πρέπει να μου πεις.>>
<<Γιατί δεν πάμε για ένα ποτό αργότερα; Θα βοηθούσε πολύ.>>
<<Γιατί όχι; Στις 9;>>
<<Θα περάσω από την καμπίνα σου.>> είπε και έκανε μία αποτυχημένη προσπάθεια να κρύψει το χαμόγελο του.
Πέρασαν και οι δύο την μικρή γέφυρα που ένωνε το πλοίο με την στεριά, δείχνοντας τις κάρτες τους στην υποδοχή, όταν μπροστά εντόπισαν την ίδια αντρική φιγούρα, με τα μαύρα ρούχα. Άρχισαν να περπατάνε γρήγορα από πίσω του, μέχρι που έστριψε, έστριψαν μαζί του όμως αυτός είχε εξαφανιστεί. Για ακόμα μία φορά τον είχαν χάσει...
Προσπάθησαν να αποφύγουν να συζητήσουν γι αυτό, δεν ήθελαν να κάνουν αρνητικές σκέψεις. Όλα όσα ήθελαν ήταν να ξεθολώσουν τα μυαλά τους, να πάρουν λίγο καθαρό αέρα. Σηκώθηκαν να χορέψουν αφήνοντας τον ρυθμό της ορχήστρας να τους συνεπάρει...
YOU ARE READING
Καμπίνα 1563
Mystery / ThrillerΜία κρουαζιέρα, μία καμπίνα, ένα πτώμα... Τι συνέβη στην καμπίνα 1563; Υπήρχε κίνητρο;