Μετά το τελευταίο όνειρο ήξερε πως δεν έπρεπε να χάσει περισσότερο χρόνο. Έπρεπε να ανακαλύψει περισσότερα για το παρελθόν του Τζέσφρεν, έπρεπε να βρει στοιχεία για την ενοχοποίηση ή την αθωότητά του... Την στιγμή που προσπαθούσε να βρει κάποιο σχέδιο άκουσε τον ήχο του κινητού της να χτυπά, πράγμα που την εξέπληξε καθώς και βρισκόταν στην μέση του ωκεανού. Κοίταξε από το παράθυρο και παρατήρησε ένα μέρος στεριάς να αχνοφαίνεται, θυμήθηκε αμέσως τον πρώτο προορισμό τους. Στο τηλέφωνο ήταν ο Τζέσφρεν ο οποίος ήθελε να συναντηθούν στον κατάστρωμα για να πάρουν το πρωινό τους μαζί. Σκέφτηκε αμέσως να πει όχι όμως αργότερα συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν η τέλεια ευκαιρία.
Αμέσως, έκλεισε το τηλέφωνο και άνοιξε την ντουλάπα. Είχε μόλις εικοσιπέντε λεπτά για να ετοιμαστεί. Άρπαξε βιαστικά ένα λευκό, κοντό, αέρινο φόρεμα με τιράντες και φόρεσε τα δερμάτινα σανδαλάκια της. Άρπαξε το νεσεσέρ της και έβγαλε ένα απαλό ροζ κραγιόν και την χτένα. Κοιτώντας το ρολόι της, έτρεξε προς το ασανσέρ και κατευθύνθηκε προς το κατάστρωμα όπου ο Τζέσφρεν την περίμενε. Τον βρήκε να στηρίζεται στο μπαλκόνι με το τσιγάρο στο χέρι να ατενίζει το πέλαγος. Κάθισε δίπλα του και έμεινε να τον παρατηρεί. Τ καφέ του μάτια τώρα, έδειχναν πιο σκούρα, ζαλισμένα και μπερδεμένα. Η έκφραση του ήταν προβληματισμένη σαν παιδάκι που δυσκολεύεται να λύσει τα μαθήματα του, ή σαν έναν ηλικιωμένο που προσπαθεί να θυμηθεί κάτι μετά από χρόνια, χωρίς όμως να ξέρει τι είναι αυτό. Όταν κατάλαβε την παρουσία της, αναστατώθηκε ελαφρά μα προσπάθησε να μην το δείξει.
<< Περιμένεις πολλή ώρα; >> την ρώτησε με κάτι που έμοιαζε σαν χαμόγελο.
<< Όχι αρκετή. Ούτε δυο λεπτά δεν ήταν.>> απάντησε.
<<Καλύτερα να πηγαίνουμε γιατί σύντομα όλα τα τραπέζια θα είναι γεμάτα.>> είπε λίγο βιαστικά και αφηρημένα.
Τον ακολούθησε μέχρι το μπουφέ, πήραν τους δίσκους τους και αφού επέλεξαν ότι ήθελαν, κάθισαν σε ένα τραπέζι με θέα την θάλασσα.
<< Είσαι εντάξει;>> τον ρώτησε συμπονετικά αυτή την φορά η Σπένσερ.
<< Ναι, μια χαρά..>> απάντησε ξέροντας πως δεν λέει την αλήθεια.
<<Μου φάνηκες αρκετά προβληματισμένος όταν σε βρήκα στο μπαλκόνι, ξέρω ότι δεν είσαι καλά, ίσως μπορώ να βοηθήσω.>><<Αν σου πω, θα κάνεις ότι δεν ξέρεις, και θα μείνει μεταξύ μας;>> έμοιαζε φοβισμένος και η Σπένσερ έγνεψε καταφατικά. Δεν ήθελε να τον διακόψει ούτε λίγο.
<< Όλα είναι μπερδεμένα μέσα μου, νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο γνωρίζω και εσένα και την Τζένεβι όμως.. >> έσκυψε ελαφρά το κεφάλι του και κοίταξε αλλού, σαν να μην ήθελε να συνεχίσει...
<<Όμως τι; >> ρώτησε μπερδεμένη από τα λόγια του.
<< Δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι τίποτα πριν από την ηλικία των δέκα-εφτά παρά μόνο ένα ατύχημα.>>
Η Σπένσερ ήταν ακόμα πιο μπερδεμένη και αγωνιούσε να μάθει την συνέχεια, σαν να άκουγε κάποιον να της λέει παραμύθι με την διαφορά ότι μέσα της ήξερε πως αυτά που της έλεγε ήταν η αλήθεια. Η αλήθεια που τόσο δύσκολα έβγαινε από το στόμα του, που νόμιζε κανείς ότι η πίκρα και ο πόνος δεν της επιτρέπουν να βγει προς τα έξω... Κατάφερε να ρωτήσει για ποιο ατύχημα μιλάει και ένιωθε κάτι μέσα της να φουντώνει, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι πραγματικά ήταν αυτό.
<< Όταν λοιπόν ήμουν δέκα-εφτά, γύρναγα από το πάρτι ενός φίλου. Όλοι ήταν εκεί, γνωστοί και άγνωστοι. Είχαμε όλοι πιει αλλά εγώ δεν είχα πιει αρκετά ξέροντας ότι θα οδηγήσω. Το αυτοκίνητο το είχα παρκάρει μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα. Ήμουν μόνος και όμως ένιωθα κάποιον να με ακολουθεί. Περπάτησα πιο γρήγορα και ένιωσα κάπως ανακούφιση όταν είδα το αυτοκίνητο, αυτό το θυμάμαι σαν χτες. Εκείνη την στιγμή κάτι με χτύπησε στο κεφάλι. Άκουσα το γέλιο της, μαζί με έναν άλλο τύπο. Όταν ξύπνησα, ήμουν στο αυτοκίνητο μου, το οποίο ήταν τρακαρισμένο σε μία κολόνα. Θυμόμουν πολύ καλά τι είχε γίνει μα κανένας δεν με πίστεψε. Είπαν ότι για όλα έφταιγε το αλκοόλ, και πώς δεν έπρεπε να οδηγήσω. Από τότε, έχω χάσει την μισή μου μνήμη και όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα από όσα έγιναν πριν από αυτό..>> είπε με τα μάτια του γεμάτα παράπονο και πίκρα.
<< Θυμάσαι ποιας ήταν το γέλιο; Ο άλλος τύπος;>> τον ρώτησε.<< Πολλές φορές προσπαθώ να θυμηθώ, όμως μου έρχονται αραιές εικόνες, και ποτέ από αυτούς τους δύο. >>
Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε η Σπένσερ, το πλοίο την έβγαλε από την αμήχανη θέση και σκόρπισε τις ενοχές που ένιωθε, γνωρίζοντας κάτι τόσο σημαντικό και θλιβερό, ανακοινώνοντας την άφιξή τους, σε ένα ελληνικό νησί, την Κάλυμνο. Ο Τζέσφρεν, χαμογελώντας ανάλαφρα αυτή την φορά, την έπιασε από το χέρι και οδηγήθηκαν μαζί προς την έξοδο...
ESTÁS LEYENDO
Καμπίνα 1563
Misterio / SuspensoΜία κρουαζιέρα, μία καμπίνα, ένα πτώμα... Τι συνέβη στην καμπίνα 1563; Υπήρχε κίνητρο;