Κεφάλαιο 3

12 2 26
                                    

Η Candice έμεινε για μεσημεριανό και δείπνο. Ο Andreas ήταν χαρούμενος που είχε βρει κάποιον συγγενή να του πει για τον πατέρα του και την ζωή του. Η νύχτα έπεσε νωρίς. Η Ruth αφού τακτοποίησε την κουζίνα πήγε στο δωμάτιο της για να κοιμηθεί. Ο Andreas την περίμενε. Εκείνη άναψε το καντήλι και κάθισε στο κρεβάτι της.

- Νόμιζα πως ήδη θα κοιμόσουν.
- Χωρίς να χαιρετήσω την nanny μου? Ποτέ.
- Μπα; Σε άφησε αυτή;
- Μην είσαι σκληρή μαζί της. Χαίρομαι να μαθαίνω για τους δικούς μου.
- Να προσέχεις. Δεν ξέρω, δεν θυμίζει τον πατέρα ή τον θείο σου. Δεν σκέφτεται σαν αυτούς.
- Αυτό ίσως είναι για καλό.
- Θα ξέρουμε σύντομα.
- Καληνύχτα.
- Καληνύχτα όνειρα γλυκά.

Ο Andreas έκλεισε την πόρτα προσεκτικά πίσω του και χτύπησε την πόρτα στο ξενώνα που θα κοιμόταν απόψε η Candice. Εκείνη του είπε να περάσει. Καθόταν στο κρεβάτι της. Φορούσε ένα μπουρνούζι και άπλωνε μια λευκή κρέμα στα πόδια της. Ο Andreas παραξενεύτηκε, το βρήκε κάπως αδιάκριτο.

- Μπορούσες να μου πεις να περιμένω να τελειώσεις.
- Μα μπορεί να καθυστερήσω. Εξάλλου ένα καληνύχτα θα μου πεις και θα κοιμηθώ. Τόσο πολύ σε πείραξε;
- Οι φίλες μου τουλάχιστον εκνευρίζονταν πολύ όταν τις διακόπταμε από τέτοιες ετοιμασίες.
- Αηδίες! Εξάλλου ήρθες για να δεις αν βολεύτηκα και να με καληνυχτίσεις.
- Αύριο φεύγεις;
- Ναι έχω ακόμα πολλές δουλειές πίσω.
- Θα ξαναέρθεις;
- Φυσικά και ναι. Και είσαι ευπρόσδεκτος να έρθεις και στο σπίτι του θείου σου.
- Θα το σκεφτώ. Σε ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Καληνύχτα
- Καληνύχτα!!

Ο Andreas γύρισε στο δωμάτιο του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Το δωμάτιο του είχε πολλούς πίνακες ζωγραφικής που είχε φτιάξει ο ίδιος. Σε έναν από αυτούς ήταν και ένας της μητέρας του. Είχε και μια φωτογραφία της στο κομοδίνο της. Ήθελε να είχε αναμνήσεις από εκείνη. Ήθελε να ξέρει αν θα του χάιδευε τα μαλλιά, αν θα του έλεγε ιστορίες για ύπνο, αν θα γινόταν περήφανη για εκείνον. Η γυναίκα της ζωής του άραγε θα της έμοιαζε φυσιογνωμικά; Ή θα ήταν ακριβώς αντίθετη με εκείνη; Ο Andreas αποκοιμήθηκε. Δεν έδινε ποτέ σημασία στα όνειρα του, ανεξάρτητα τι έβλεπε.

Κατά την διάρκεια της νύχτας τον ξύπνησε ένας δυνατός βήχας. Άνοιξε τα μάτια του και είδε μαύρο καπνό να έρχεται κάτω από την πόρτα του δωματίου του. Πήρε βιαστικά μια κουβέρτα από την ντουλάπα του, την άπλωσε στην πλάτη του και βγήκε. Το σπίτι είχε πιάσει φωτιά. Η Ruth και η Candice δεν φαίνονταν πουθενά. Ο Andreas προσπαθούσε να μπει στο δωμάτιο της Ruth που ήταν κλειδωμένο. Από την φασαρία η Candice ξύπνησε και πήγε να δει τι συνέβαινε. Έβηξε δυνατά από τον πολύ καπνό. Αυτό τράβηξε την προσοχή του. " Είναι κλειδωμένα δεν μπορώ να μπω. Η Nanny είναι εκεί μέσα." φώναξε ο Andreas και η Candice πλησίασε. Προσπαθούσε μαζί του να ανοίξει την πόρτα. " Δεν γίνεται με τίποτα , θα καούμε." του έλεγε η Candice με ακόμα πιο δυνατό βήχα και κάλεσε την πυροσβεστική. Ο Andreas της φόρεσε την κουβέρτα και της είπε να βγει έξω. Ο ίδιος πήρε ένα σφυρί από τα εργαλεία της κουζίνας και προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα. Όταν το κατάφερε η φλόγα άρχισε να εξαπλώνεται παντού. Ο Andreas προσπαθούσε να περάσει μέσα από μέσα στο φλεγόμενο δωμάτιο. Η κουρτίνες και η κουνουπιέρα γύρω από το κρεβάτι της Ruth ήταν τυλιγμένα στις φλόγες και είχαν ήδη καταρρεύσει στο κρεβάτι της Ruth. Η Candice προσπάθησε να ακολουθήσει . Το θέαμα ήταν φριχτό. Η Ruth ήταν στο κρεβάτι της και το δεδομένο ήταν ένα. Παρόλα αυτά ο Andreas προσπαθούσε να βγάλει το σώμα της από τις φλόγες. "Τι κάνεις; Θα καείς! Αυτό θέλεις; Έλα!" του φώναξε αλλά εκείνος δεν φαινόταν να ακούει. Αυτό που φάνηκε να τον ταρακούνησε ήταν ένα τεράστιο, φλεγόμενο κομμάτι ξύλο  που προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια του. Έπρεπε να προστατέψει την Candice. Γύρισε να την κοιτάξει. Είχε τρομάξει πολύ. Την βοήθησε να βγει έξω. Μέχρι να φτάσει η πυροσβεστική το περισσότερο σπίτι είχε καεί. Ο Andreas ρώτησε τους πυροσβέστες τι προκάλεσε την φωτιά. Ήταν ξεκάθαρο. Την φωτιά είχε προκαλέσει το καντήλι που άναβε πάντα η Ruth στο δωμάτιο της. Από την φωτιά σώθηκαν πολύ λίγα πράγματα. Δεν υπήρχε και πολύς καιρός για να θρήνος για τα υλικά αγαθά. Η Ruth είχε χαθεί. Η Candice προσπάθησε να μιλήσει του μιλήσει. Ο Andreas δεν είχε καμία όρεξη.

- Είσαι πολύ τυχερός που έζησες. Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα.
- Η Ruth, οι πίνακες μου, η ζωή μου όπως την ήξερα...
- Μπορείς να την ξεκινήσεις από την αρχή. Αν θέλεις θα σε βοηθήσω. Μπορείς να έρθεις να μείνεις σπίτι μου.... Μέχρι να πάρουν όλα μια σειρά στη ζωή σου.
- Θα μπορούσες;
- Φυσικά. Χρειάζεσαι στήριξη την δεδομένη χρονική στιγμή.
- Αυτό είναι κάτι που κανονίζεται από αύριο. Για σήμερα τι γίνεται;
- Μάλλον ύπνος σε κάποιο κοντινό ξενοδοχείο; Και αύριο μπορούμε να αγοράσουμε λίγα νέα ρούχα, να μιλήσουμε με τράπεζες για νέες κάρτες κλπ.
- Εντάξει ναι

Οδήγησαν σε ένα κοντινό ξενοδοχείο. Ο Andreas δεν είπε λέξη ενώ η Candice  προσπαθούσε να συνεννοηθεί για τα δωμάτια που θα κοιμόντουσαν για τις επόμενες ημέρες. Ο ρεσεψιονίστ τους έδωσε τα κλειδιά τους. Ήταν στον ίδιο όροφο το ένα απέναντι από το άλλο. Η Candice προσπάθησε ξανά να του μιλήσει. Φαινόταν πολύ σκεπτικός. Την ευχαρίστησε, της είπε καληνύχτα και μπήκε στο δωμάτιο του. Πέταξε το σάκο του στο πάτωμα και ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Ξεφύσηξε δυνατά. Δεν είχε βρεθεί ξανά σε τέτοια θέση όμως δεν του ήταν άγνωστο το να είναι μόνος του. Σκεφτόταν ότι ίσως έπρεπε όντως να ακολουθήσει την Candice. Θα ήταν κοντά στην μοναδική συγγενή του κατά κάποιον τρόπο.

Στο μεταξύ ο Finn κοιμόταν ήσυχος. Αγκαλιά με την γυναίκα της ζωής του. Ο γιος του κοιμόταν ήσυχος στην κούνια του. Ο πόλεμος μέσα του είχε τελειώσει εδώ και καιρό. Η Alexa φίλησε απαλά τον καρπό του Finn για να φύγει από το κράτημα του. " Πρέπει να ελέγξω τον μικρό." του είπε ψιθυριστά.
" Μμμμ..." γκρίνιαξε ο Finn και σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι του. " Θα πάω εγώ εσύ ξεκουράσου" της είπε.

- Βεβαιώσου σε παρακαλώ πολύ ότι είναι γυρισμένος στο πλάι.
- Ναι αγάπη μου.
- Και ότι δεν μπορεί να τον χτυπήσει το μπιμπερό του.
- Ναι αγάπη μου.
- Και ότι δεν έχει τρέξει γάλα στην κούνια του.
- Το παρατραβάς αγάπη μου...
- Καλά καλά για αρχή καλά είναι σε ευχαριστώ πολύ.

Ο Finn πήγε στο δωμάτιο του γιου του.  Κοιμόταν γαλήνιος. Βεβαιώθηκε πως ήταν γυρισμένος στο πλάι και χαμογέλασε. Ούτε είχε λερωθεί με το γάλα ούτε κινδύνευε να χτυπήσει. Βεβαιώθηκε πως ήταν όλα καλά και επέστρεψε στο κρεβάτι του.
" Όλα οκ; " ρώτησε η Alexa.
" Όλα μια χαρά, κοιμήσου" της απάντησε ο Finn.

Εκείνη ήρθε πιο κοντά του και αυτός την πήρε αγκαλιά για να ξανακοιμηθούν. Η Alexa ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα. Ίσως επειδή δεν σηκώθηκε η ίδια να ελέγξει τον μικρό γιο της. Αγκάλιασε πιο σφιχτά τον Finn και έκλεισε τα μάτια της για να κοιμηθεί και πάλι.

Sickening Blue: Dead & GoneWhere stories live. Discover now