Κεφάλαιο 10ο

40 6 15
                                    


Sic ego nec sine te nec tecum vivere possum.
–  Έτσι δεν μπορώ να ζήσω ούτε χωρίς εσένα,ούτε μ' εσένα.
Οβίδιος, 43 π.Χ.-17 μ.Χ., Ρωμαίος ποιητής

Δεν την ήθελε, αλλά δεν ήθελε και άλλον να την θέλει. Ένας ζήλος τον διαπέρασε, καταναλώνοντας τον εντελώς καθώς κοίταζε με οργή τα χέρια του που αγγίζαν τα μάγουλά της. Τα μάτια του έκαιγαν τρύπες στο σημείο αφής τους. Το μίσησε, τα χέρια του πάνω της και το χαμόγελο που έφερνε στο πρόσωπό της. Το μισούσε απερίσκεπτα.

Είναι ο μαλάκας το αγόρι της; Γιατί διάολο δεν αντιστέκεται;

Μαστίγωσε το σαγόνι του και έσφιξε τις γροθιές του τόσο σφιχτά που τα κόκαλα των δακτύλων του έγιναν λευκά, ενώ την κοιτούσε με μίσος. Η φωτιά μέσα του έκαιγε κάθε λογική και λόγο, γεμίζοντάς τον με πικρία και καταστροφικό θυμό. Το μόνο πράγμα στο μυαλό του, να τον απομακρύνει από εκείνη.

Δεν συνειδητοποίησε πότε άρχισαν τα πόδια του να κινούνται προς αυτούς. Με μερικά μεγάλα και επείγοντα βήματα, βρέθηκε δίπλα τους. Η αρχική του επιθυμία ήταν να πιάσει το αγόρι από τον γιακά και να τον σχίσει στα δύο. Οι δυό τους, χωρίς να καταλάβουν τη παρουσία του,παρέμεναν απασχολημένοι στην αθώα τους αλληλεπίδραση. Πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, λόγια που δεν έπρεπε να εκφωνήσει βγήκαν από το στόμα του μόνα τους.

"Πάρε τα χέρια σου." η φωνή του βαθιά και κρύα σαν το ατσάλι. Η ξαφνική του διακοπή έκλεψε την προσοχή και του Ιάκωβου και της Ιζαμπέλα καθώς σταμάτησαν στην πορεία τους και γύρισαν προς τη φωνή, χωρίς να γνωρίζουν ότι ήταν αυτός. Τα αθώα μπλε μάτια της διεστάλησαν από έκπληξη όταν κοίταξαν το άτομο που βρισκόταν δίπλα της. Ωστόσο, εκείνος δεν την κοίταζε. Τα πράσινα σμαράγδια του ήταν εστιασμένα αποφασιστικά στα χέρια του αγοριού.

Αυτό που ξεχωρίζει είναι ότι ο Ιάκωβος φάνηκε να έχει την ίδια έκφραση με την Ιζαμπέλα.
Ο Κίλιαν παρατήρησε το αγόρι να αποσύρει τα χέρια του από το πρόσωπό της και να τα αφήνει να πέσουν στο πλευρό του. Ήταν τότε που έκλεισε τα μάτια του για πρώτη φορά. Η εικόνα έλιωνε τον πόνο στο στήθος του λίγο. Κοίταξε πάνω και τους βρήκε και τους δύο να τον κοιτάζουν με έκπληξη. Η συνειδητοποίηση του τι μόλις έκανε τον χτύπησε σαν τρένο. Και οι δύο περίμεναν μια απάντηση από αυτόν. Την απάντηση που δεν είχε. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε γιατί το έκανε. Ή ίσως το ήξερε. Ήταν αφωνία.

"Κύριε;" πίεσε ο Ιάκωβος για να μιλήσει. Έκλεισε δύο φορές τα μάτια πριν αφήσει το βλέμμα του να περιπλανηθεί γύρω από το δωμάτιο, προσπαθώντας να βρει μια εξήγηση στο μυαλό του.

DeadlyWhere stories live. Discover now