Ο ΦΙΛΟΣ (extra bonus)

334 15 2
                                    

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1958

ΠΡΟΣΟΤΣΑΝΗ, ΔΡΑΜΑ

Ο Λάμπρος φόρεσε ένα χοντρό πουλόβερ και το γκρι παλτό του και βγήκε στο δρόμο, μπροστά από το σπίτι. Οι φωνές και τα γέλια που ακουγόντουσαν από το σπίτι της Θεοδοσίας, τον έκαναν να νιώθει δυσφορία. Η αυλή ήταν καθαρή και τακτοποιημένη, έτοιμη γα το γάμο της μοναχοκόρης του Αντώνη Αγγελίδη, που θα γινόταν την επόμενη μέρα. Ο άντρας καβάλησε το μηχανάκι που ήταν παρκαρισμένο απ' έξω και έβαλε μπροστά. Άνηκε στο (μέλλοντα) πεθερό του, μα του το δάνειζε που και που για να πηγαίνει σε δουλειές στη Δράμα. Δεν ήξερε να οδηγεί καλά. <<Το πολύ-πολύ, να πέσω σε κανένα γκρεμό και να σκοτωθώ>> σκέφτηκε και ένιωσε το στομάχι του περίεργο, για ένα και βασικό λόγο: Δεν τον πολυενδιέφερε. Ήταν τόσο λάθος η απόφαση του, που ακόμα κι ένας αιφνίδιος θάνατος, ίσως του προσέφερε μια σωτηρία. Η άσχημη σκέψη, έφυγε με μιας από το μυαλό του. Άρχισε να οδηγεί με κατεύθυνση προς το χωριό Πετρούσσα. Δεν ήταν κοντά, μα εκεί δεν τον ήξερε κανείς και θα είχε ησυχία. Δεν θα χρειαζόταν να πει κανένα <<Ευχαριστώ>> στις ευχές των συγχωριανών του. <<Πόσο μακριά είναι άραγε το Διαφάνι, με τούτο, το πράγμα;>> σκέφτηκε οδηγώντας κι ύστερα γέλασε με την ανοησία που πέρασε από το μυαλό του. Μπήκε στο καφενείο και σωριάστηκε σε μία ξεχαρβαλωμένη καρέκλα. Έκανε νόημα στον καφετζή και παρήγγειλε ένα τσίπουρο. Έβγαλε από την τσέπη, το τελευταίο γράμμα του αδελφού του και το διάβασε ξανά. Ο Γιάννος Σεβαστός, σε αντίθεση με εκείνον και τον πατέρα του, ήξερε λιγοστά γράμματα και δεν είχε σωστό τρόπο έκφρασης. Του έγραφε καμία φορά για να τον ενημερώσει για πράγματα, που ο πατέρας του, προσπαθούσε να του αποκρύψει, τουλάχιστον γραπτώς. Το νέο αυτή τη φορά, ήταν ένα: ο Γιώργης ο Σταμίρης, δεν υπήρχε πια. Άφησε την τελευταία του πνοή, έξω από το σπίτι του, με τις τρεις λεύκες και ταυτόχρονα τις κόρες του ορφανές και μόνες. Ο άνθρωπος που μπήκε επανειλημμένως εμπόδιο στην ευτυχία του, ήταν πια παρελθόν. Εκείνος ήξερε γιατί ο αδελφός του, του έγραψε τούτα τα λόγια: για να γυρίσει. Ήταν η ευκαιρία του. Η ευκαιρία που έψαχνε τόσα χρόνια. Η Ελένη ήταν μόνη στη ζωή και ότι προξενιό κι αν ήρθε στο δρόμο της, το έδιωξε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ακόμα και όταν επέλεξε να αρραβωνιαστεί το Ζάχο Λυκογιάννη, διέλυσε τον αρραβώνα τους σε μία νύχτα. Ο αδελφός του, του είχε γράψει πως η Δρόσω την άκουσε μια νύχτα να φωνάζει στον πατέρα της <<Άντρα που δεν αγαπώ, δεν πρόκειται να τον πάρω>>. Ο Λάμπρος έκανε νόημα στο σερβιτόρο, να του φέρει ακόμα ένα καραφάκι τσίπουρο και το ήπιε σε λίγα λεπτά. Όταν έφτασε, λοιπόν, το τελευταίο γράμμα του Γιάννου, ήταν ήδη πολύ αργά. Ήδη είχε συνάψει σχέσεις με τη Θεοδοσία και μάλιστα ολοκληρωμένες. Δεν του επέτρεπε η ηθική του, να την παρατήσει έτσι και να γυρίσει πίσω, να πέσει στα πόδια της Ελένης και να της ζητήσει να τον συγχωρήσει. <<Δεν είναι το γραφτό μου, να είμαι μαζί της, ανάθεμα με>> σκέφτηκε, μια νύχτα που τον πήρε το παράπονο και ξέσπασε σε λυγμούς. Θα ζούσε μακριά της, μαζί με τη νέα του σύζυγο που ήταν μια εξαιρετική κοπέλα και τον αγαπούσε σε σημείο λατρείας. Ίσως αρκούσε η δική της αγάπη και για τους δύο. Προσπάθησε όλο το βράδυ, να πείσει τον εαυτό του, πως αυτή του η σκέψη ήταν η σωστή και αφού τα κατάφερε, πήρε μία ακόμα λάθος απόφαση. <<Θα ζητήσω μετάθεση. Θέλω να γυρίσω στον τόπο μου>> ανακοίνωσε στη Θεοδοσία κι εκείνη τον κοίταξε χαμογελώντας πλατιά. <<Φυσικά καλέ μου. Δεν έχω αντίρρηση. Όπου εσύ κι εγώ δίπλα σου>> του απάντησε κι εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο και για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση. <<Θα σου αρέσει πολύ. Θα δεις>> της είπε κεφάτα και συνέχιζε να πίνει ατάραχα τον καφέ του.

Je hebt het einde van de gepubliceerde delen bereikt.

⏰ Laatst bijgewerkt: Jun 25 ⏰

Voeg dit verhaal toe aan je bibliotheek om op de hoogte gebracht te worden van nieuwe delen!

ΕυγενίαWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu