Είχε δύο χρόνια να επισκεφτεί την Ελλάδα σύμφωνα με την επίγνωση των δικών του .
Δε θα μπορούσε να πει την πατρίδα του, γιατί τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Γαλλία.
Είχε πάει το καλοκαίρι του 1957.
Ο Σέργιος, ο μεγαλύτερος αδερφός του είχε παντρευτεί τον φθινόπωρο του '56 , όμως εκείνος δεν είχε καταφέρει να πάει λόγο δουλειάς.
Ήταν στη ελληνογαλλική πρεσβεία στο Παρίσι και χάρης της αναταράξεις που είχε προκαλέσει ο πόλεμος, κάποια πράγματα ακόμα δεν είχαν τακτοποιηθεί.
Όταν έφτασε , η οικογένεια του τον περίμενε με χαρά.
Η Αγορίτσα είχε ετοιμάσει όλα τα αγαπημένα του φαγητά.
"Αγορίτσα δεν έπρεπε να μπεις σε τόσο κόπο, έκανες παρά πολλά."
"Κανένας κόπος αγόρι μου . Είχαν και βοήθεια από την Ασημίνα μας."
Το όνομα το οποίο πρώτη φορά το είχε ακούσει, διότι η μητέρα του δεν ανέφερε ποτέ στα γράμματα τους πως έλεγαν την νύφη της, ανήκει στην κοπέλα που καθόταν δίπλα στην άδεια θέση του αδερφού του στο τραπέζι.
Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα και νέα , κοντά στην ηλικία του.
Δεν μίλαγε πολύ, ούτε προσπαθούσε να συμμετέχει στις συζητήσεις τους.
Έτρωγε το φαγητό της σιωπηλή, σα να μην ήθελε να ενοχλήσει.
Αν και δεν είχε την ευκαιρία να την πλησιάσει μέσα σε όλο αυτό το χάος ,το βράδυ βρέθηκαν μαζί έξω στον κήπο να καταστούν ο ένας στον άλλο συντροφιά.
Εκείνος είχε αϋπνίες, τα ταξίδια με το αεροπλάνο τον επηρέαζαν καμία φορά και ακόμα και το βαρύ φαγητό της Αγορίτσα δεν κατάφερε να τον κοιμήσει.
Την βρήκε στην αυλή, τα σγουρά χρυσά μαλλιά της ελεύθερα από τον χαμηλό κότσο που τα είχε δεμένα πριν από λίγες ώρες.
Τα βήματα του την τρόμαξαν και γρήγορα γύρισε να δει πιος είναι.
Ο Νικηφόρος σήκωσε τα χέρια του στο ύψος των αγκώνων του.
"Συγνώμη αν σε τρόμαξα."
"Δε πειράζει."του είπε εκείνη, περνώντας μια βαθιά ανάσα για να ηρεμίσει τον εαυτό της.
"Θες παρέα ή μήπως ενοχλώ;"
"Όχι κάτσε, από το δικό σου σπίτι θα σε διώξω;"
"Είναι και δικό σου τώρα."
"Σωστά."
Πέρασαν ώρα καθήμενοι εκεί , κάποιες στιγμές αμίλητοι και κάποιες ομιλητικοί.