Δεν έπρεπε ποτέ να δεχθεί το δώρο του.
Τι θα έλεγαν οι άλλοι; Ότι της έκανε δώρο και μάλιστα τόσο ακριβό ένας άλλος άντρας.
Βέβαια ήταν ο αδελφός του συζύγου της, όμως οι καλές οι γλώσσες πάντα θα είχαν κάτι να πούνε .
Ήταν όμως πολύ όμορφο και κομψό.
Ήταν πράσινο, σαν το πράσινο που έχουν τα σμαράγδια, χωρίς μανίκια και σχετικά ανοικτό ντεκολτέ, πάνω από το οποίο βρισκόταν ένας λευκός φιόγκος.
Το πάνω μέρος αγκάλιαζε τις καμπύλες του σώματος της , χωρίς όμως να είναι δεύτερο ή να ταράξει τόσο την προσοχή , ενώ η φούστα της ήταν αέρινη με πιέτες .
Το μήκος του έφτανε λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο της.
Μαζί ταίριαξε και ένα ζευγάρι λευκά γάντια, παλιά της Πηνελόπης που δεν τα φορούσε πλέον.
Φόρεσε τα λευκά της χαμηλά τακούνια και πήγε προς το μπουντουάρ της .
Άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της , με σκοπό να τα πιάσει σε έναν κότσο.
Αντί για τον συνηθισμένο χαμηλό κότσο αποφάσισε να τα αφήσει ελεύθερα, με μόνο δύο τούφες της να είναι πιασμένες με φουρκέτες.
Οι χρυσές τις μπούκλες ήταν κοντές, αφού της διατηρούσε στο ύψος των ώμων της.
Δεν ήξερε τι την είχε πιάσει, αλλά ένιωθε κάπως τολμηρή.
Ίσως να έφταιγε η αίσθηση της ανανέωσης πάνω της.
Ή ίσως έφταιγε το γεγονός ότι η προσοχή του την είχε γοητεύσει.
Συνήθως προσπαθούσε να κρυφτεί, να παραμείνει απαρατήρητη ώστε να μην προκαλέσει άλλες εντάσεις.
Ώστε η Μυρσίνη να μην της κάνει πάλι παρατήρηση.
Τώρα η προσοχή του δεν την άφηνε να μείνει κολλημένη στη γωνία της.
Την προσκαλούσε να ζήσει, να είναι ενεργή και όχι απλά μια θεατής στη ταινία που ονόμαζαν ζωή.
Έβαλε λοιπόν το κόκκινο κραγιόν της και βγήκε έξω.
Τον συνάντησε στο διάδρομο πριν της σκάλες, και αυτός μόλις είχε βγει από το δικό του.
Φορούσε ένα μπεζ κουστούμι και από μέσα ένα σκούρο μπλε πουκάμισο.
Το ύφασμα του ελαφρύ, λόγο καλοκαιριού.
Ο κρότος της πόρτας της του τράβηξε την προσοχή.
Φορούσε το φόρεμα που της είχε αγοράσει, συνδυασμένο με λευκά τακούνια, μακριά γάντια ίδιου χρώματος και κάτι διαμαντένια σκουλαρίκια.