Ο αέρας με χτύπησε απότομα όταν βγήκα από το αυτοκίνητο και στάθηκα έξω. Τα γυμνά δέντρα μας περικυκλώναν παντού σαν μεγάλα χέρια που δεν θα μας άφηναν να εισέλθουμε βαθύτερα στο δάσος.
Ο Αλεξάι βάδιζε μπροστά μου σοβαρά δίχως να λέει κάποια κουβέντα.
Τι ήθελε να μου δείξει;
Γιατί, όπως είπε, έπρεπε να το δω με τα ίδια μου τα μάτια.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, δεν ήταν από φόβο αλλά αβεβαιότητα για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει..
Γιατί επέμενε τόσο; Τι θα μπορούσε να είναι τόσο σημαντικό που όφειλα να γνωρίζω;Το παρεκκλήσι φάνηκε ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν μικρό με πέτρινους τοίχους που είχαν πλέον ραγίσει από τα τόσα χρόνια εγκατάλειψης.
Πόσο όμορφο, μπορεί να ήταν;
Η σκέψη αυτή πέρασε από το μυαλό αλλά σχεδόν αμέσως εξαφανίστηκε. Το φως της νύχτα είχε πλέον αρχίσει να πέφτει. Αυτό το ταξίδι ήταν παραπάνω ώρα απ' ότι περίμενα.
Το φως του φεγγαριού που πλέον φαινόταν καθαρά στον ουρανό, έπεφτε επάνω στη σκεπή του φωτίζοντας τα βρύα που είχαν καταλάβει κάθε πιθανό σημείο της. Ένα μισοτελειωμένο κερί έκαιγε δίπλα στην πόρτα αν και κανείς δεν φαινόταν τριγύρω.«Εδώ είμαστε» είπε ο Αλεξάι σταματώντας μπροστά στην είσοδο της μικρής εκκλησίας.
Έκανα ένα βήμα, όμως ένιωσα το σώμα μουδιασμένο, αυτό το μέρος είχε ένα αίσθημα στην ατμόσφαιρα τόσο απόκοσμο που έκανε το στομάχι μου να σφίγγεται. Σαν κάτι να είχε παγιδευτεί γύρω από αυτό το οίκημα και εγώ όφειλα να ανακαλύψω τι κρύβονταν..
Μπήκαμε μέσα, ο αέρας ήταν βαρύς - σχεδόν αποπνικτικός από τη μυρωδιά της έντονης υγρασίας και του κεριού που έκαιγε απ' ότι φαίνεται καιρό τώρα. Οι τοίχοι είχαν εμφανείς ρωγμές ενώ το ξύλινο πάτωμα έτριζε σε κάθε βήμα που κάναμε προς στο εσωτερικό. Το λιγοστό φως των κεριών έριχνε σκιές σε διάφορα σημεία δείχνοντας τις σπασμένες αγιογραφίες.
Ο Αλεξάι συνέχισε να περπατάει προς το πίσω μέρος του παρεκκλησιού που υπήρχε μια μικρή ξύλινη πόρτα, την έσπρωξε προς τα έξω εκείνη άνοιξε αφήνοντας ένα μικρό τεταμένο τρίξιμο στο πάτωμα.
Βγαίνοντας μπροστά μας απλωνόταν ένα μικρό νεκροταφείο, τα μάρμαρα των τάφων ήταν καλυμμένα με ξεραμένα φύλλα ενώ τα ονόματα πάνω τους είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Ένας τάφος ωστόσο φαινόταν... πιο πρόσφατος.
Πλησίασα περισσότερο για να δω καλύτερα.
Η ανάσα μου κόπηκε. Έπιασα το μπουφάν στο στήθος μου τραβώντας το για να συνειδητοποιήσω ότι αυτό ήταν πραγματικότητα.
Ήταν το όνομα της..
Της μητέρας μου..
Τα γόνατα μου λύγισαν..
«Όχι..» ψυθίρισα με όση φωνή μου είχε απομένει..
Δεν μπορεί.. κάποιο λάθος γίνεται..
Ο κόσμος γύρω μου άρχισε να σβήνει, οι φωνές στο κεφάλι μου μεγάλωναν δημιουργώντας ένα ανεξέλεγκτο βουητό που δεν μπορούσα να διαχειριστώ. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο όνομα.. Δεν μπορούσα να αποτρέψω αυτό που γινόταν.. η μητέρα μου.. ήταν θαμμένη.. εδώ..
Όλη μου τη ζωή έψαχνα απαντήσεις.. Τι είχε συμβεί, γιατί με είχε αφήσει στη θεία μου, γιατί εξαφανίστηκε..; Ποια ήταν πραγματικά;
Και τώρα οι απαντήσεις είχαν αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια.. Τα πάντα πλέον κατέρρεαν γύρω μου..
Η ενόχληση στο στομάχι μου μεγάλωσε, άρχισα να νιώθω αναγούλα, το σώμα μου να μουδιάζει σχεδόν να χάνει κάθε αίσθηση του χώρου και χρόνου, το κεφάλι μου άρχισε να πονάει αφάνταστα.. Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, μετά ένα ακόμη.
Το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ξαφνικά έμοιαζε ασταθές, ο ουρανός σκοτείνιασε..
Άκουσα την φωνή του Αλεξάι, κάτι είπε — αλλά δεν κατάλαβα τις λέξεις.. Και τότε τα πάντα έγιναν μαύρα..
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, η οροφή του παρεκκλησιού έμοιαζε θολή από πάνω μου. Η αναπνοή μου ήταν τραχιά και ρηχή.
«Αλίσια!» Η ανήσυχη φωνή του Αλεξάι αντήχησε στα αυτιά μου.
Ένιωσα τα στιβαρά του χέρια γύρω μου. «Είσαι καλά;» Με βοήθησε να στηριχτώ ξανά στα πόδια μου. Δεν του απάντησα αμέσως, το κεφάλι μου βούιζε έντονα, τα χέρια μου ήταν παγωμένα.
Θυμήθηκα..
Ο τάφος..
Το όνομα..
Η μητέρα μου ήταν εδώ!..
Γύρισα το βλέμμα μου προς τον Αλεξάι «Πως.. πως βρέθηκε εδώ;»
Δεν μίλησε αμέσως σαν να προσπαθούσε να απαντήσει κατάλληλα.. «Δεν ξέρω λεπτομέρειες..»
Έσφιξα τα δόντια μου. «Αλλά ξέρεις κάτι! Έτσι δεν είναι!;»
Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Δεν είναι η σωστή στιγμή για αυτό!»
Του έσφιξα το μανίκι του πουκάμισου του εκνευρισμένη. «Είναι ακριβώς η ΣΤΙΓΜΗ!» Τόνισα την τελευταία μου λέξη..
Η ατμόσφαιρα ανάμεσα μας ήταν τεταμένη. Ένιωσα την καρδιά μου να σφυροκοπά στο στήθος μου. Δεν άντεχα άλλο εδώ μέσα, πνιγόμουν..
Η αίσθηση πως ήταν εδώ η μητέρα μου τόσο κοντά μα και τόσο μακριά ταυτόχρονα με έκανε να χάνω τον αυτοέλεγχο μου. Παραπατώντας ελαφρώς βγήκα από το παρεκκλήσι, ο Αλεξάι με έπιασε από τον αγκώνα. «Αλίσια..» τον αγνόησα..
Προσπάθησα να αφήσω πίσω το παρελθόν που με καταδίωκε.. Αλλά γνώριζα καλά πως η σκιά του δεν θα με εγκατάλειπε τόσο εύκολα..
Το κρύο είχε απλωθεί, ήταν κοφτερό.. Κάθισα σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου δίπλα στο παρεκκλήσι, τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρώς, είτε από το κρύο, είτε από την ταραχή που είχα νιώσει προηγουμένως..
Ο Αλεξάι στάθηκε για λίγο όρθιος απέναντι μου παρατηρώντας με σιωπηλός, πριν τελικά καθίσει δίπλα μου. Για μερικά λεπτά δεν μίλησε κανείς μας, μόνο οι παγωμένες ανάσες μας ακούγονταν σε συνδυασμό με τον αέρα που έκανε θόρυβο ανάμεσα στα δέντρα, και μια κουκουβάγια που κάπου κρυμμένη στα δέντρα απολάμβανε την ηρεμία.«Το παρεκκλήσι..» άρχισε να μιλάει, αργά με χαμηλή και προσεκτική φωνή.. «Δεν χτίστηκε τυχαία.. ήταν δωρεά του παππού σου.»
Τα μάτια μου καρφώθηκαν στα δικά του.. «του παππού μου;» Επανέλαβα κάνοντας μια ερώτηση που παραπάνω ήταν ρητορική, παρά πραγματική απορία..
Ένευσε αργά. «Ήταν ευεργέτης της περιοχής. Πολλοί τον σεβόταν... Άλλοι τον φοβόντουσαν..»
Κάτι στην φωνή του με έκανε να ανατριχιάσω.. «Και γιατί, το έχτισε;» Ο Αλεξάι άφησε το βλέμμα του να παραπλανηθεί στο παρεκκλήσι, τα χαρακτηριστικά του αυστηρά και ομοιόμορφα κάτω από τις σκιές. «Δεν ξέρω με σιγουριά.. Υπάρχουν πολλές φήμες από τότε. Κάποιοι λένε πως ήταν μια πράξη εξιλέωσης.. άλλοι πως το έκανε για να προστατεύσει κάτι..»
Στο άκουσμα των υποθέσεων η καρδιά μου σφίχτηκε..
«Προστατεύσει; Τι;»
Δεν μου απάντησε απευθείας..
«Αλίσια, υπάρχουν πολλά κομμάτια στην ιστορία σου που δεν γνωρίζεις ούτε εσύ, αλλά ούτε εμείς.. Και μάλλον πολλά δεν είναι όπως φαίνονται..»
Τον κοίταξα σοβαρή.. «Όπως;»
Στράφηκε προς το μέρος μου. «Η μητέρα σου δεν είναι αυτή που πιστεύεις..»
Ένιωσα σαν το έδαφος στα πόδια μου ήταν μια κινούμενη άμμος και κάτι με τραβούσε προς τα κάτω με δύναμη.. «Τι εννοείς;»«Άλλαξε το όνομα της κάποια στιγμή.. δεν ξέρω τον λόγο και μάλλον κανείς πραγματικά.. Ίσως προσπαθούσε να κρύψει κάτι για να το προστατεύσει.. για αυτό μπορεί και να εξαφανίστηκε αργότερα..»
Η ανάσα μου βγήκε κοφτή, έντονη και ακανόνιστη..
Ποια ήταν η μητέρα μου πριν από εμένα; Και ποια έγινε αφού με άφησε;
Γιατί άλλαξε το όνομα της, από ποιον και από τι κρυβόταν τόσο πολύ;
Ο Αλεξάι με παρακολουθούσε σιωπηλός αφήνοντας με να επεξεργαστώ τις σκέψεις μου..
Δεν ήξερα τι να πρωτοπιστέψω. Το μυαλό μου έτρεχε, προσπαθώντας να ενώσει τα χαμένα κομμάτια του παζλ που τόσο καιρό δεν ήξερα την ύπαρξη τους..
Κοιτούσα το παρεκκλήσι με κενό βλέμμα, καθώς έβλεπα το κερί δίπλα στην είσοδο να τρεμοπαίζει από τον άνεμο..
Και τότε σαν κεραυνός πέρασε από μπροστά μου..
Αν η μητέρα μου είχε αλλάξει το όνομα της, ποια ήταν πραγματικά; Και εγώ ποια είμαι;Νέο κεφάλαιο λοιπόν!
- Έφη, kisses 😘
![](https://img.wattpad.com/cover/380285402-288-k270284.jpg)
ESTÁS LEYENDO
Ανάμεσα στις Σκιές και το Φως
Misterio / Suspenso«Μια απαγορευμένη αγάπη, ένα θανάσιμο μυστικό και ένα παρελθόν γραμμένο με αίμα.» • Η Αλίσια επιστρέφει στην Ελλάδα για να βρεθεί αντιμέτωπη με το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειάς της. Ο πατέρας της, που έχει βυθιστεί στα χρέη, την εμπλέκει σε ένα...