Κεφάλαιο όγδοο

42 4 2
                                    

«Καλως ήρθες στον κόσμο των ζωντανών. Παλι.»
«Μιχαήλ;»
«Τι νέα απ' τον άλλον κόσμο;»
«Τι κάνεις εδώ;»
Ο Φίλιππος ανασηκώθηκε με κόπο στο κρεβάτι του χωρίς να αφήνει τα μάτια του άνδρα μπροστά του. Από όλους τους ανθρώπους που περίμενε να τον επισκεφθούν όσο ανάρρωνε στη κλινική, ο Μιχαήλ Μορέντζος ήταν ο τελευταίος. Ο Μιχαήλ από τότε που εμφανίστηκε στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, βάλθηκε να αποδείξει την αξία του κι έγινε έτσι το μήλο της έριδος ανάμεσα στον Γεράσιμο Φωτίου και τον γιο του. Ο διάδοχος, ο συνεχιστής που πάντα επιθυμούσε ο πρώτος και η απόδειξη της ανικανότητας του δεύτερου να γίνει ακριβώς αυτό.
«Είσαι η μεγαλύτερη μου αποτυχία» Αυτό του είχε προσάψει κάποτε ο πατέρας του πάνω σε έναν καβγά με αφορμή τον άνθρωπο αυτόν κι ήταν μια κουβέντα που όσο κι αν παρίστανε ο Φίλιππος ότι δεν τον άγγιξε, ήταν το πρώτο πράγμα που θυμόταν κάθε φορά που έβλεπε τον Μιχαήλ. Γι αυτό φρόντιζε αυτές οι φορές να είναι σπάνιες, σε αυτό ευτυχώς είχε τη Δανάη σύμμαχο, που ποτέ της δεν χώνεψε την ενοχλητικά ακέραιη εικόνα του ή την ακλόνητη σιγουριά του για κάθε του άποψη. Δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο μεγάλη αντιπάθεια για έναν άνθρωπο όσο γι αυτόν που βρισκόταν τώρα απέναντι του κοιτώντας τον όπως πάντα επικριτικά. Ακομη και την υπεροψία του Ιάκωβου μπορούσε να την ανεχτεί ευκολότερα. Διολου παράξενο που αυτοί οι δύο είχαν καταλήξει με τον καιρό αχώριστοι.

«Μαζευω τα χάλια σου, όπως πάντα»

Ο Φίλιππος βλεφαρισε αρκετές φορές όταν άκουσε την φωνη του ξανα. Δεν κατάλαβε ότι είχε αφαιρεθεί τόση ώρα στις σκέψεις του. Έτσι, βιάστηκε να απαντήσει περνώντας κατευθείαν στην επίθεση. Δεν ήθελε να τον αφήσει να νομίζει ότι τον είχε ανάγκη ή του χρωστούσε κάποια ευγνωμοσύνη.

«Δεν θυμάμαι να στο ζήτησα ποτέ»

« Μην κολακεύεις τον εαυτό σου. Δεν το κάνω για σένα, αλλά για τον πατέρα σου που δεν του αξίζει όλο αυτο »

« Μην ανησυχείς τόσο. Αυτή τη φορά δεν θα χρειαστεί να αποδείξεις πόσο άξιος είσαι σε αντίθεση με εμένα. Δεν έφταιγα εγώ. Ο άλλος παραβίασε το στοπ»

«Αυτην την τόσο πειστική ιστοριουλα θα την πεις στους γονείς σου και στην αστυνομία. Μεταξύ μας όμως δεν υπάρχει λόγος να υποκρινόμαστε»

Η αποδοκιμασία βολευτηκε στο στήθος του πάνω σαν βάρος ασηκωτο. Για ακομη μια φορά η αίσθηση ότι υστερούσε απέναντι του, τον έπνιξε και το γεγονός ότι είχε δώσει το δικαίωμα σε αυτόν τον άντρα να τον κοιτάζει ξέροντας το, ήταν το χειρότερο. Γιατί σε κάθε καβγά με ανθρώπους που δεν έπρεπε, ο Μιχαήλ ήταν εκεί να παζαρεψει, γιατί κάθε φορά που η αστυνομία τον μάζευε, ο Μιχαήλ ήταν εκεί να τον ελευθερώσει, γιατί σε κάθε αποτυχημένη ρουλέτα ή παρτίδα χαρτιού, όταν τα λεφτά δεν ήταν αρκετά για τα χρέη του, ο Μιχαήλ ηταν εκεί να τον ξελασπωσει. Του είχε δώσει πάτημα. Και σε αυτόν και στον πατέρα του και το μισούσε. Μισούσε τον εαυτό του για όλες τις φορες που τον άφηνε να πέσει τόσο χαμηλά και άλλο τόσο για εκείνες στις οποίες έτρεχε να κρυφτεί στην ασφάλεια που του παρείχε το όνομα και η εξουσία του Γεράσιμου Φωτίου. Λογικο ο Μιχαήλ να μην πείθεται τόσο εύκολα πια.
« Αυτή τη φορά, κολυμπησες σε πολύ βαθιά νερά, μικρέ»

Άλμα γρηγορότερο απ' τη φθορά Where stories live. Discover now