Οι φλόγες χόρεψαν μπροστά στο αφηρημένο βλέμμα του προκαλώντας τον. Λύγιζαν και θεριευαν και πάλι λυγιζαν σε μια πρόσκληση να χαθεί ανάμεσα τους ακόμη μια φορά. Παραδόθηκε στο θολωμένο βλέμμα του, αφέθηκε στην παρηγορη ζεστασιά της φωτιάς όσο αυτή γεννούσε σκιές και φαντάσματα πίσω από τη πλάτη του γεμίζοντας τους τοίχους ολογυρα. Οι σκιές ζωντάνεψαν και τον περικύκλωσαν, κρεμαστηκαν από πάνω του, αλυσίδες έγιναν στα πόδια κι εκείνος ούτε βήμα δεν άντεχε να κάνει. Η καρδιά του χτυπούσε τοσο δυνατά που πονούσε και στο πρόσωπο του απλώθηκε υγρή ζεστασιά. Σήκωσε το χέρι στο μάγουλο του μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι έκλαιγε. Δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι όλη αυτή την ώρα έκλαιγε. Δεν θυμόταν καν την τελευταία φορά που συνέβη αυτό. Ανοιγόκλεισε τα βλεφαρα του και νέα δάκρυα κύλησαν, αλλα τουλάχιστον τώρα μπορούσε να δει καθαρά γύρω του.
Κατάπιε με δυσκολία το σάλιο του και σκούπισε βιαστικά το πρόσωπο του. Η φωτιά εξακολουθούσε να καίει στο τζάκι παραπέρα, όμως τώρα δεν έμοιαζε τόσο ζωντανή όσο πριν από λίγο, ούτε σκιές υπήρχαν πια. Δεν υπήρχε εκείνο το βάρος στους ώμους του ούτε ήταν δύσκολο να κινηθει, όπως νόμιζε. Έκανε μερικά βήματα μακριά από το σημείο που στεκόταν τόσες ώρες και προχώρησε προς το γραφείο του. Στηρίχτηκε στο βαρύ έπιπλο νιώθοντας ξαφνικά καταβεβλημενος και κοίταξε τον αγαπημένο του πινακα που στολιζε τον τοίχο μπροστά του. Ο Απόλλωνας αγκάλιαζε τη Δάφνη τη στιγμή που εκείνη μεταμορφωνοταν σε δέντρο κι ηταν τέτοια η απελπισία και ο τρόμος στα μάτια του αρχαίου Θεού που για λίγο την έκανε κι ο ίδιος δική του. Όλα αυτα τα χρόνια ζώντας στα σκοτάδια, το φως είχε μεταμορφωθεί σε λαχτάρα ακόρεστη και φοβόταν, κρυφά μέσα του φοβόταν ότι στο τέλος θα γινόταν κάτι το άπιαστο και ιδανικό, όπως άπιαστη, ιδανική ήταν κι η Δάφνη για τον Απόλλωνα. Δεν αντεχε άλλο το σκοτάδι, δεν το ήθελε άλλο. Λαχταρουσε να ανασάνει, ελεύθερος, ανυποκριτος μακριά από τις σκιές και τα φαντάσματα, να κοιτάξει την Ανατολή χωρίς καμία μάσκα να κρύβει το πρόσωπο του από τον ήλιο.Τα χέρια του απλώθηκαν και ξεκρεμασαν τον πίνακα φανερώνοντας το χρηματοκιβωτιο που βρισκόταν από πίσω. Πληκτρολόγησε γρήγορα τον κωδικό και το άνοιξε διστακτικά. Το χέρι του παραμερισε πακους χαρτονομισμάτων, κοσμήματα και συμβόλαια μέχρι που άγγιξε κάτι γνώριμο και οικείο.
Χαιδεψε το δερμάτινο εξώφυλλο γεμάτος νοσταλγία κι ηταν μια κίνηση βαθιά παρηγορητικη μα και βασανιστική ταυτόχρονα. Οι πολυκαιρισμένες σελίδες είχαν κιτρινίσει από το βάρος των δεκαετιών που κουβαλούσαν ενώ σε ορισμένα σημεία το μελάνι από τα γράμματα είχε ξεθωριάσει. Ξεφυλλισε το παλιό ημερολόγιο μέχρι τη σελίδα που θυμόταν και τη διάβασε προσεκτικά για πολλοστή φορά. Ύστερα το άφησε ανοιχτό πάνω στο γραφείο και παίρνοντας το ψαλίδι που είχε αφήσει εκεί, έκοψε μερικά κοτσάνια και λευκά μπουμπούκια από το βάζο που το στόλιζε. Η πένα του ακριβώς απέναντι περίμενε υπομονετικά. Το ημερολόγιο, τα απλωμένα χαρτιά, τα τριαντάφυλλα παραδίπλα, όλα τους τον περίμεναν, τον παρακαλούσαν να τα χρησιμοποιήσει ξανά, να τους χαρίσει τον ρόλο που τους είχε δώσει εξαρχής.

VOCÊ ESTÁ LENDO
Άλμα γρηγορότερο απ' τη φθορά
Mistério / SuspenseΗ Δανάη νόμισε πως επιτέλους τα σχοινιά που την χειραγωγούσαν φάνηκαν. Πως θα μπορούσε να τα κόψει οποιαδήποτε στιγμή. Μα ξέχασε πως το χέρι που θα κρατάει το ψαλίδι κι αυτό Άλλος το κινεί.