18. «Δεκα εννέα χρόνια;»

3 0 0
                                    

Η θεία Ιζαμπέλα μπήκε στο εξοχικό με την ίδια αυστηρή, αλλά ήρεμη παρουσία που θυμόμουν από παλιά. Το βλέμμα της ήταν έντονο και γεμάτο ανησυχία, σαν να ήξερε πως όλη αυτή η ιστορία είχε φτάσει σε ένα σημείο που δεν υπήρχε γυρισμός. Καθώς με πλησίασε, μπορούσα να δω τις ρυτίδες στο πρόσωπό της, σημάδια της κούρασης και των χρόνων που πέρασαν, αλλά και της εμπειρίας που κρυβόταν πίσω από αυτά τα μάτια. Την αγκάλιασα σφιχτά. Ανταπέδωσε την αγκαλιά μου σφίγγοντας με και χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου.. «Κοριτσάκι μου, είσαι καλά!» Αναφώνησε ανακουφισμένη χαϊδεύοντας με τα δάχτυλα της απαλά το μάγουλο μου.. «Ναι θεία!» Της χαμογέλασα ζεστά..
«Ξέρω γιατί με κάλεσες, με ενημέρωσε ο Μενέλαος.. θέλεις να καθίσουμε;» Έτεινα το χέρι μου αφήνοντας την να περάσει προς τα μέσα..
«Θα πιεις κάτι;» Την ρώτησα καθώς εκείνη καθόταν στο δερμάτινο καναπέ αφήνοντας την τσάντα της στην άκρη.
«Όχι γλυκιά μου.. Είμαι εντάξει, μακάρι να ερχόμουν απλώς να σε δω.. θα ήμουν πραγματικά χαρούμενη, αλλά βλέπεις η ζωή έχει περίεργα σενάρια κατά νου..»
Βολεύτηκα απέναντι της, το βλέμμα της ήταν θλιμμένο.. σαν να άρχισε να θυμάται πράγματα που ήθελε να ξεχάσει..
«Ναι θεία μου, μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα..» αναστέναξα χαμηλόφωνα, κοιτώντας το πάτωμα στα πόδια μου..

«Αλίσια..» είπε με τη φωνή της να τρέμει ελάχιστα «πρέπει να μάθεις την αλήθεια για όσα συμβαίνουν. Δεν είναι ασφαλές να μένεις αόρατη πια.»
Είχα τα χέρια μου τυλιγμένα γύρω από το φλιτζάνι του καφέ, και ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά γρηγορότερα από την αγωνία. Ήξερα πως η στιγμή της αλήθειας είχε έρθει.
«Όταν ήσουν μικρή..» ξεκίνησε, «ο πατέρας σου, ο Μαξίμος, δεν ήταν πάντα αυτός που πίστευες όταν τον γνώρισες.. Μας είχε προστατεύσει, όλους μας τότε πριν γίνει η καταστροφή. Αλλά όταν επέστρεψε στη ζωή σου, ήρθε με σκοπό να ρημάξει όσα είχαμε χτίσει.»
Τα λόγια της ήταν σαν γροθιά στο στομάχι. Κάθε φορά που το όνομα του πατέρα μου έβγαινε από τα χείλη της, ένιωθα μια αίσθηση ανυπομονησίας και φόβου να με κατακλύζει. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η θεία μου μιλούσε έτσι για τον άνθρωπο που ακόμη μάθαινα..
«Πώς; Ποιός είναι ο πραγματικός σκοπός του;» τη ρώτησα, η φωνή μου σπασμένη στο τέλος της..
Εκείνη με κοίταξε σιωπηλή για μια στιγμή, λες και προσπαθούσε να βρει τον τρόπο να εξηγήσει κάτι που έμοιαζε απίστευτο. «Η οικογένεια μας είχε μπλέξει με σκοτεινές δυνάμεις, Αλίσια. Αυτό που έγινε με τη μητέρα σου, η απώλεια του ονόματός σου, όλα αυτά δεν ήταν τυχαία. Είχαν σχέδιο για σένα, για τη μοίρα σου.»
Η ανατριχίλα με διαπέρασε, αλλά δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη. Η θεία συνέχισε «Και για να σε προστατέψω, άλλαξα το επώνυμό σου. Δεν ήθελα να μάθει κανείς ποιά είσαι. Ειδικά εκείνοι που είχαν σχέδια για σένα.»
Τι; Η θεία μου; Η Ιζαμπέλα; Είχε αλλάξει το όνομά της για μένα;
Οι λέξεις της παρέμειναν στο μυαλό μου, χτυπώντας σαν καμπανάκι. Δεν είχα καταλάβει ποτέ πόσο βαθιά ήταν η αφοσίωσή της. «Μα νόμιζα πως είχες αλλάξει μόνο το επώνυμο μου..» σηκώθηκε και έκατσε δίπλα μου ακουμπώντας το χέρι μου.. «Αχ κορίτσι μου, ναι το άλλαξα.. πήρα το επώνυμο της μητέρας μου. Ήμουν ετεροθαλής αδερφή του πατέρα σου. Οπότε όταν άλλαξα το επώνυμο δεν με έψαξε κανείς.. υποσχέθηκα στην μαμά σου να σε προσέχω.. ήταν η καλύτερη μου φίλη Αλίσια..» κοιτούσα σοκαρισμένη την θεία μου..
Και τότε ξεκίνησε να μου λέει όσα γνώριζε για την Μιλένα.. την μητέρα μου..

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: 2 days ago ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Ανάμεσα στις Σκιές και το ΦωςWhere stories live. Discover now