Πρόλογος

288 23 2
                                    

ΛΟΝΔΙΝΟ, ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

Ο Ντέιμεν κάθισε δίπλα στο κορίτσι χωρίς να μιλάει. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και έμοιαζε έτοιμος να ανοίξει και να βρέχει από στιγμή σε στιγμή. Η πλατεία ήταν καλυμμένη με ένα παχύ στρώμα ομίχλης και σου φαινόταν, πως αν έμπαινες μέσα, δεν θα μπορούσες ποτέ να βγεις ξανά. Ο κόσμος είχε από ώρα κλειστεί στα σπίτια του και πιθανότατα θα έπρεπε και εκείνοι οι δύο να κάνουν το ίδιο, αλλά εκείνο το βράδυ ήταν αλλιώτικο. Έκανε λίγο ψύχρα και ο αέρας που φυσούσε παρέσερνε τα παγωμένα φύλλα που σέρνονταν μοναχικά στο πλακόστρωτο. Η κοπέλα είχε τυλιχτεί με το μπουφάν της και είχε τα χέρια στις τσέπες, χωρίς να μιλάει. Ήταν θυμωμένη με τον Ντέιμεν κι εκείνος προσπαθούσε μάταια να την πείσει πως ήταν η μόνη λύση.
"Προσπάθησε να καταλάβεις" της είπε. "Δεν υπάρχει άλλη λύση".
"Μην μου μιλάς, Ντέιμεν" του είπε εκείνη. "Δεν θέλω να ακούσω άλλα".
Ο Ντέιμεν άφησε να του ξεφύγει ένα εκνευρισμένο γελάκι. "Φέρεσαι λες και εγώ το απολαμβάνω".
"Αν σε ενοχλούσε τόσο όσο λες, δεν θα το έκανες" είπε το κορίτσι μουτρώνοντας και πάλι. Της ήταν πολύ δύσκολο να του μουτρώσει, δεν της πήγαινε η καρδιά, αλλά έτσι κι αλλιώς η ζωή της θα άλλαζε εξαιτίας του, οπότε είχε το δικαίωμα να κάνει ό, τι θέλει τώρα πια.
"Αν το μάθουν, θα βρούμε και οι δύο το μπελά μας, το ξέρεις. Και επιπλέον, δεν μπορούμε να το κρατήσουμε κρυφό άλλο. Κι αυτό νόμιζα πως το ήξερες".
"Μπορούμε να κρυφτούμε" είπε η κοπέλα. "Αλλά δεν θέλεις".
"Θα σε πιάσουν, το καταλαβαίνεις;" είπε ο Ντέιμεν και έβαλε τα χέρια του στα μπράτσα της κοπέλας. "Εσύ κινδυνεύεις περισσότερο από τον καθένα και το γνωρίζεις πολύ καλά. Δεν καταλαβαίνω πως μπορείς να είσαι τόσο... αδιάφορη, ως προς αυτό".
Το κορίτσι ρουθούνισε ειρωνικά. "Παράτα μας, Ντέιμεν. Επ, είδες; Λες και το ήξερα" πρόσθεσε καυστικά.
Ο νεαρός έριξε την πλάτη του στο παγκάκι, αφήνοντας την υγρασία να του μουσκέψει το λεπτό πουκάμισο που φορούσε. Παρά το κρύο, δεν ένιωθε ούτε την παραμικρή ανατριχίλα. Δεν είχε τί να της πει. Δεν είχε βρει άλλον λόγο πέρα από το ότι κινδύνευε, για να την πείσει πως το σχέδιό του ήταν η μοναδική λύση που είχαν και η οποία θα εξασφάλιζε την ασφάλεια και των δυο τους, αλλά κυρίως τη δική της.
"Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω, πέρα από το ότι αρνούμαι να σε θέσω σε κίνδυνο. Κάνε ό, τι νομίζεις με αυτό. Εγώ θα το κάνω και ας μην μου ξαναμιλήσεις σε μια αιωνιότητα".
"Μα αυτό είναι το μέλλον μας, Ντέιμεν, τί λέμε τόση ώρα; Δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω".
"Είσαι ξεροκέφαλη" ψέλλισε ο νεαρός.
"Νωρίς το κατάλαβες" του είπε η κοπέλα και απέφυγε το βλέμμα του, μαζεύοντας τα χέρια της κάτω από το στήθος, για να μην μπει στον πειρασμό να τον αγγίξει. Δεν έπρεπε να κάνει τέτοια βασανιστήρια στον εαυτό της. Θα πέρναγε εξάλλου την υπόλοιπη ζωή της μακριά του, καιρός να συνηθίσει. Ήθελε όμως τόσο αναθεματισμένα πολύ να μπλέξει τα χέρια της στα μαλλιά του όπως είχε κάνει τόσες φορές! Ήθελε τόσο πολύ να τον φιλήσει ακόμα μια φορά!
"Άκουσέ με..." προσπάθησε μια τελευταία φορά, αλλά η μικρή ήταν ανένδοτη.
"Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένεις" του είπε. "Εξάλλου, το έχεις κάνει το κουμάντο σου. Με βγάζεις από τη ζωή σου χωρίς τύψεις. Μια χαρά είσαι εσύ".
"Εγώ θυμάμαι, μικρή μου" της είπε χαϊδευτικά και πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα από τα μαλλιά της.
Η κοπέλα ρούφηξε τη μύτη της και κατέπνιξε ένα κύμα δακρύων που απειλούσαν να ξεσπάσουν. Για να το καλύψει, ξερόβηξε ψεύτικα. "Άσε με, Ντέιμεν. Κάνε αυτό που έχεις να κάνεις μια ώρα αρχύτερα. Φύγε".
Το αγόρι ένιωσε την καρδιά του να σπάει στα δύο. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να κρατήσει την μικρή στην αγκαλιά του και να της υποσχεθεί πως δεν θα την άφηνε ποτέ, μα δεν μπορούσε. Γιατί αν δεν την άφηνε ποτέ, θα του την έπαιρναν. Και προτιμούσε να την αφήσει, από το να θυσιάσει τη ζωή της με τόσο εγωιστικό τρόπο. Κοίταξε την κοπέλα επίμονα, ελπίζοντας πως θα γυρίσει να τον κοιτάξει κι εκείνη και για μια φορά, το κορίτσι έπραξε όπως περίμενε. Όλες οι υπόλοιπες αντιδράσεις της ήταν μια έκπληξη για εκείνον και αυτό ήταν κάτι που του άρεσε από την πρώτη στιγμή, που τον είχε γοητεύσει. Ήταν ένα αίνιγμα. Τα γαλάζια της μάτια βρήκαν επιτέλους τα δικά του και μέσα τους καθρεφτίστηκε όλη η θλίψη που έκρυβαν και οι δύο τόσες μέρες. Ο Ντέιμεν διστακτικά, προσεκτικά να μην πυροδοτήσει κάποια αντίδραση που δεν ήθελε, άπλωσε το χέρι του και έμπλεξε τα δάχτυλά του στα δικά της. Με αυτόν τον τρόπο την τράβηξε κοντά του και έριξε το κεφάλι της στον ώμο του, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Έμειναν έτσι μερικά λεπτά, να χαζεύουν τις ριπές του ανέμου που δεν μπορούσαν να δουν με τα μάτια και να νιώθουν την παγωνιά του Δεκέμβρη να τους τρυπάει το κόκκαλο. Εκείνη, δηλαδή. Ο Ντέιμεν έμενε απτόητος. Περισσότερο τον ενοχλούσε το κρύο στην καρδιά του.
"Να θυμάσαι πως σε αγαπώ, μικρή μου" της είπε χαμηλά στο αυτί και αυτό την έκανε να ξεσπάσει σε λυγμούς. Σκούπισε τα μάτια της όπως - όπως με το μανίκι του μπουφάν της, μουτζουρώνοντας άτσαλα τη μάσκαρα που φορούσε και έριξε το κεφάλι της στο στήθος του, γραπώνοντας το πουκάμισό του.
"Δεν θέλω να φύγεις, Ντέιμεν" του είπε εκείνη κλαίγοντας. "Είμαι έτοιμη να δεχτώ τη μοίρα μου, όποια τιμωρία μου επιφυλάσσουν, μόνο μείνε... σε παρακαλώ..."
Ο Ντέιμεν τράβηξε το πρόσωπο της κοπέλας μακριά για να την κοιτάξει στα μάτια. Σκούπισε με τα δάχτυλά του τα δάκρυα που είχαν καταστρέψει κι άλλο το μακιγιάζ της και χαμογέλασε. "Η τιμωρία είναι ο θάνατος και το ξέρεις. Δεν θα σου δώσω εγώ τέτοια μοίρα, μικρή μου. Σ' αγαπάω υπερβολικά για να σε έχω για μία εβδομάδα και μετά να σε παραδώσω μόνος μου στο χάρο. Πρέπει να το δεχτείς. Εξάλλου, δεν θα το καταλάβεις καν. Ο μόνος που θα υποφέρει θα είμαι εγώ. Και είμαι εντάξει με αυτό, το δέχομαι. Και αν σε πάρουν μακριά μου, πάλι θα υποφέρω. Τότε όμως θα είσαι νεκρή. Τώρα θα ξέρω ότι είσαι ζωντανή και ασφαλής, έστω και μακριά μου. Μην ψάξεις να με βρεις, σε παρακαλώ. Δεν θα σου κάνει καλό. Συνέχισε τη ζωή σου χωρίς εμένα. Σου αξίζει κάτι πιο φυσιολογικό".
Το κορίτσι πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα πυκνά μαλλιά του νεαρού και τον τράβηξε κοντά της. Δεν ήθελε να του πει πόσο γραφική ακουγόταν η ατάκα που της είπε, εξάλλου το γνώριζε και ο ίδιος και δεν είχε σημασία να επαναλαμβάνονται, ειδικά τώρα που ο χρόνος στέρευε. Ο Ντέιμεν πίεσε τα χείλη του στα δικά της και γεύτηκε κραγιόν κεράσι και δάκρυα. Πολλά δάκρυα, πολλή πίκρα, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να το κάνει, για το δικό της καλό. Ο μόνος που θα πονούσε ήταν εκείνος και προκειμένου να πονάει επειδή η μικρή του είναι νεκρή, προτιμάει να πονάει επειδή είναι μακριά του, αλλά ασφαλής.
Την σήκωσε όρθια, μέσα στο κρύο και τύλιξε τα χέρια του γύρω της. "Όπως την πρώτη φορά, θυμάσαι;" της ψιθύρισε και άρχισε να μουρμουράει έναν σκοπό στο μυαλό της και να την χορεύει απαλά κάτω από το φως του φεγγαριού. Η κοπέλα έριξε το κεφάλι της στον ώμο του και έκλαψε βουβά. Ο Ντέιμεν δεν μπόρεσε να κρατηθεί για πολύ. Σύντομα και τα δικά του μάτια βούρκωσαν και τα σκούπισε διστακτικά, θάβοντας το κεφάλι του στα μαλλιά της. Τα χέρια του σφίχτηκαν γύρω από τη μέση της, θαρρείς και αν την έσφιγγε αρκετά θα προσκολλούνταν στο κορμί του και μετά δεν θα του την έπαιρνε κανείς.
Άφησε να του ξεφύγει ένας λυγμός και έσυρε τα χείλη του στο λαιμό της.
Κράτησε τα χέρια της στα δικά του και την κοίταξε.
Είχε έρθει η ώρα.
"Σ' αγαπώ" της είπε. "Να το θυμάσαι αυτό".
Η κοπέλα χαμογέλασε θλιμμένα. "Αυτό είναι το θέμα, Ντέιμεν. Δεν θα θυμάμαι".
Ο Ντέιμεν την τράβηξε ακόμα μια φορά κοντά του για ένα φιλί - το τελευταίο όπως νόμιζε - και την κοίταξε. Σήκωσε το ένα χέρι, έτοιμος να σβήσει όλα του τα ίχνη από τη ζωή της και το έκανε. Μια ομίχλη τύλιξε το κορίτσι αργά - αργά ξεκινώντας από τα πόδια. Μια ομίχλη που θα την έστελνε σπίτι της, στην ζωή της όπως ακριβώς ήταν πριν την εμφάνισή του. Ο Ντέιμεν της κρατούσε ακόμα τα χέρια.
"Σ' αγαπώ, Ντέιμεν" του είπε. "Κι ας μην το θυμάμαι". Το αγόρι δάκρυσε, αλλά δεν έκλεισε τα μάτια. Δεν ήθελε να χάσει το πρόσωπό της ούτε δευτερόλεπτο.
Και μετά, αποφάσισε διαφορετικά.
Ήξερε ότι απαγορευόταν, ότι θα ήταν καταστροφικό αυτό που έκανε, αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί. Αποφάσισε πως ήταν πολύ εγωιστής για να της χαρίσει μια ευτυχισμένη ζωή μακριά του, πως την αγαπούσε τόσο πολύ, που δεν θα την άφηνε χωρίς να παλέψει. Θα στεκόταν απέναντι σε όλους όσοι ήθελαν να τους χωρίσουν και θα τους έβγαζε από την μέση έναν - έναν, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα χρειαζόταν μια αιωνιότητα. Θα έδινε και τη ζωή του ακόμα για να είναι μαζί της και, εκείνη τη στιγμή, που η ομίχλη έφτανε προς τα ενωμένα χέρια τους, το κατάλαβε. Τα σωθικά του σκίστηκαν από επιθυμία, θλίψη και πόθο. Δεν θα έπεφτε κανείς τους χωρίς μάχη. Κανείς, ή και οι δύο μαζί. Αυτό θα ήταν το μότο του από εδώ και πέρα.
Έπρεπε να της το πει. Έπρεπε να της της πει πως δεν θα την άφηνε αμαχητί, πως ήταν ηλίθιος που σκέφτηκε ότι μπορούσε να την βγάλει έτσι απλά από τη ζωή του, πριν η ομίχλη την γυρίσει στον κόσμο της πριν από εκείνον. Και δεν είχε πολύ χρόνο. Το πρόσωπό της είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει και με το ζόρι ένιωθε τα δάχτυλά της συμπαγή στα χέρια του.
"Θα σε βρω!" της φώναξε με όλη του την δύναμη. "Το ορκίζομαι! Θα σε βρω!"
Πριν η ομίχλη την πάρει μακριά του, πρόλαβε να την δει να χαμογελάει γεμάτη ικανοποίηση. Εκείνη, πριν τον ξεχάσει εντελώς πρόλαβε μόνο να σκεφτεί μια φράση.
Θα ξανάρθει.



WingsWhere stories live. Discover now