(Εάν θέλετε ακούστε και το παραπάνω τραγούδι σε συνδιασμό με την ανάγνωσή σας!^^)


Και η ζωή μου συνεχίστηκε. Έτσι έλεγα τουλάχιστον και έτσι έλεγαν οι άλλοι εκ μέρους μου. Όπως είχα υπολογίσει έτσι συνέβη τελικά. Κλείστηκα στον εαυτό μου και στο σπίτι μου. Κουκουλωμένη στο κρεβάτι μας προσπαθώντας να βρω ένα σημείο του παπλώματος, του σεντονιού ή της μαξιλαροθήκης ή ακόμα και των ούχων του που μύριζαν σαν εκείνον.. Αλλά ο καιρός περνούσε. Αργά και βασανιστικά αλλά συγχρόνως γρήγορα και μονότονα. Η μυρωδιά του άρχισε να χάνεται και να ξεθωριάζει. Κάθε βράδυ έκλαιγα...Όχι μόνο στην σκέψη ότι τον είχα πιάσει για πάντα και ότι δεν υπήρχε γυρισμός αλλά γιατί άρχισα να ξεχνώ.

Ναι άρχισα να ξεχνάω την βραχνάδα που είχε στην φωνή του κάθε πρωί αφού με καλημέριζε και με φιλούσε. Άρχισα να ξεχνάω το γέλιο του κάθε φορά που σκόνταφτε από τα δικά μου παραμελημένα παπούτσια εδώ και εκεί. Από τις χιλιάδες γόβες που βρίσκονταν πάντα διάσκορπα στο πάτωμα και με απειλούσε πως θα τις πάρει και θα τις πετάξει από το να ....
Από το να σκοτωθεί παραπατώντας σε αυτές....


Το σκέφτομαι και γελώ... Συνεχίζω....

Φοβόμουν ότι θα ξεχάσω την φωνή του... Την αγκαλιά του.. Φοβόμουν πως θα ξεχάσω την μορφή του παρά τις τόσες φωτογραφίες που είχα γεμισει το σπίτι για να τις κοιτώ όταν με έπιανε το παράπονο, του γιατί με έιχε σημαδέψει ο Θεός έτσι...

Καθισμένη μπροστά στην πολυθρόνα μου, μέρα νύχτα, κοιτώντας έξω από το παράθυρο το οποίο έβλεπε στο γκαράζ του σπιτιού μας, περιμένοντας να δω το μαύρο αυτοκίνητό του να γυρίσει. Να βγει εκείνος από την πόρτα του οδηγού, με μία σακούλα γλυκά από το φούρνο, αφού για μια ακόμα φορά θα του γκρίνιαζα να μου φέρει παρ' ότι το κατάστημα βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι και, την μαύρη τσάντα της δουλειά του ενώ η γραβάτα θα ήταν ανοιγμένη αφού είχε σχολάσει.

Κοίταζα τα χέρια μου και αναλογιζόμουν πως ποτέ ξανά δεν θα του έφτιαχνα την γραβάτα του πριν πάει στην δουλειά το πρωί. Πως ποτέ ξανά δεν θα του μαγείρευα, δεν θα του σιδέρωνα, δεν θα του έπλενα... Δεν θα τον χάιδευα όταν ξάπλωνε στα πόδια μου, δεν θα κράταγα το πρόσωπο του την ώρα που με φιλούσε, δεν θα τον κρατούσα από την πλάτη την ώρα που μου έκανε γλυκό έρωτα...

Ήμουν άχρηστη. Χωρίς μία δικαιολογία για τον λόγο που περιφερόμουν ακόμα στο σπίτι χωρίς να κάνω τίποτα, ή καλύτερα επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τα ίδια βήματα κάθε μέρα. Δεν άφησα κανέναν να μπει στο σπίτι. Φοβόμουν πως ανοίγωντας τυχόν πόρτες ή παράθυρα θα έφευγε το άρρωμά του.... Οι τελευταίες πνοές που είχε αφήσει εκεί μέσα και προσπαθούσα μανιωδώς να της ρουφήξω και να της οδηγήσω στα πνευμόνια μου.. Κρατώντας τες για πάντα μέσα μου. Αλλά ίσως αυτό δεν γίνεται γιατί πρέπει να εκπνεύσω κιόλας....
Αλλά να που θα προτιμούσα να πεθάνω έχνοντας όμως κάτι δικό του μέσα μου...

Αμέτρητα μηνύματα στον τηλεφωνητή από γνωστούς και φίλους όλους αυτούς τους μήνες περιμέναν. Μαλλόν αυτοί που τα έστελναν περίμεναν να επιστρέψω την κλήση τους... Αυτό φυσικά δεν έγινε ποτέ. Ξέρω πως αυτό που έκανα έδειχνε αδυναμία, αλλά δεν με ένοιαζε να το παραδεχτώ.

Ναι ήμουν αδύναμη.
Και πληγωμένη.
Και η δύναμη που προσπαθούσα να εκφράσω με έσκιζε.
Έτσι και αποφάσισα να αφεθώ...

Ο καιρός αλλάζει. Οι εποχές αλλάζουν. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν και οι χαρακτήρες τους πληθαίνουν. Νέοι και γέροι, παιδιά και γονείς. Άλλοι γελάνε και χαίρονται και άλλι στεναχωριούνται και κλαίνε, αλλά ποτέ δεν ξεχνάνε τον γυρισμό. Και ύστερα από λίγο τους βλέπεις όλους ξανά στην χαρούμενη φούσκα τους. Και αυτό ήταν φυσιολογικό. Έτσι είναι η ζωή.

Εγώ όμως δεν ένιωθα ούτε να μεγαλώνω ούτε να μικραίνω. Ούτε να χαίρομαι και να γελώ ή να στεναχωριέμαι και να κλαίω και, μετά να γυρνάω και εγώ στην χαρούμενη φούσκα μου.
Όχι.
Ένιωθα να μένω στάσιμη. Τα συναισθήματα μου να πετρώνουν και η μόνη αλλαγή ήταν τα δάκρυα που εμφανίζονταν την νύχτα προσπαθώντας να κοιμηθώ. Γιατί πολύ απλά δεν ήθελα να κοιμηθώ.

Γιατί φοβόμουν πως εάν έκλεινα τα μάτια μου...
Θα εμφανιζόταν...

Και όταν θα τα άνοιγα πάλι...
Θα είχε εξαφανιστεί...

~Και δεν το άντεχα....~


Goodbye My Lover [I.S]Where stories live. Discover now