"Σαν ήρθες..." 18

5.8K 558 28
                                    


"...Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση

Σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου

Να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση

Που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..." Γ. Σ.


Μια εβδομάδα πέρασε από την τελευταία φορά που είδε τον Ερμή εκείνο το βράδυ. Μια εβδομάδα χωρίς να μιλήσουν καθόλου και συχνά έπιανε τον εαυτό της να τον σκέφτεται και να θυμώνει μαζί του που δεν την έπαιρνε ένα τηλέφωνο. Εκείνη δεν έκανε το πρώτο βήμα... δεν ήθελε... δεν μπορούσε... Σημασία είχε ότι η απουσία του από την ζωή της ήταν αισθητή! "Άντε κόρη μου... να πας να τον δεις γιατί τα νεύρα σου δεν είναι καλά!" την συμβούλεψε ο κυρ Ανέστης ένα πρωινό που την είδε και πάλι κακόκεφη. Η Φωτεινή σηκώθηκε απότομα και εξαφανίστηκε βιαστικά στο δωμάτιό της.

Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί της έλειπε... Ο Ερμής της έλειπε κάθε μέρα περισσότερο και θύμωνε που δεν την είχε καλέσει ούτε μια φορά στο τηλέφωνο τόσες μέρες. Ένιωθε μισή μακριά του, ότι κάτι πάνω της ήταν μισό... Οι γονείς της δεν έχαναν ευκαιρία και συνέχιζαν το ίδιο τροπάριο κάθε βράδυ, κάνοντάς της κήρυγμα για τον αποτυχημένο της γάμο. Η κατάσταση την έπνιγε, την πίεζε και έψαχνε καθημερινά τρόπους για να ξεσπάσει. "Φωτεινή!" η εκνευριστική φωνή της μητέρας της, την τράβηξε απότομα από τις σκέψεις της. "Το βράδυ θέλω να ετοιμαστείς, να γίνεις μια κούκλα!" της είπε και άνοιξε την ντουλάπας της βγάζοντας έξω διάφορα βραδινά φορέματα. Έκλεισε τα μάτια της και έτριψε με δύναμη το μέτωπό της. Δεν είχε άλλες αντοχές... δεν μπορούσε συνεχώς να αντιμετωπίζει την επιμονή της μητέρας της για να συνεχίσει την ζωή της μακριά του. "Είμαστε όλοι καλεσμένοι στους Παπαδόπουλους, έχει έρθει ο γιος τους διακοπές και θα φάμε μαζί τους" συνέχισε απτόητη η Ερμιόνη κάνοντας τα σχέδιά της.

Η Φωτεινή πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε την μητέρα της να μονολογεί για την βραδιά που περίμενε με περίσσιο ενθουσιασμό. Ξάπλωσε πίσω στα μαξιλάρια και έφερε πάλι στο μυαλό της τον Ερμή. Ένιωθε περίεργα πλέον στο πατρικό της και το μόνο μέρος που πραγματικά μπορούσε να χαλαρώσει και να ανασάνει ήταν κοντά του... Κοντά στον άντρα της... Την στιγμή που το συνειδητοποίησε άρπαξε με μιας το τηλέφωνό της και πληκτρολόγησε βιαστικά το νούμερό του. Η μητέρα της απασχολημένη με την ντουλάπα, δεν της έδινε καμία σημασία.

Η φωνή του όπως πάντα βαθιά και ήρεμη την έκανε να ανατριχιάσει μόλις την άκουσε στην άκρη της γραμμής. "Φωτεινή;" την ρώτησε καθώς σιωπή είχε πέσει ανάμεσά τους. "Ερμή... απλά... σε πήρα τηλέφωνο..." δεν ήξερε τι να του πει... σαν να ντρεπόταν... σαν να δίσταζε να του πει ότι τον χρειαζόταν. "Βγες έξω" την προέτρεψε απαλά. "Τι είπες;" τον ρώτησε εκείνη λες και δεν είχε ακούσει καλά. "Βγες έξω Φωτεινή..." επανέλαβε και τερμάτισε την κλήση.

Με μια κίνηση πετάχτηκε από το δωμάτιό της και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Αγνόησε τις φωνές τις μητέρας της και βγήκε στην αυλή κοιτώντας με λαχτάρα προς τον δρόμο όπου βρισκόταν παρκαρισμένο το μεγάλο του τζιπ. Τον είδε να στέκεται απέξω, να την περιμένει και η καρδιά της φτερούγισε από χαρά. Δεν έμεινε λεπτό παραπάνω εκεί, έτρεξε προς το μέρος του και χώθηκε στην ανοιχτή αγκαλιά του. "Μωρό μου..." της ψιθύρισε φιλώντας τα μαλλιά της, κρατώντας την σφιχτά στο στήθος του. "Πάμε" της είπε μόνο και αφού έκαναν τον γύρω του αυτοκινήτου την βόλεψε στην θέση της. Μια γρήγορη ματιά προς το πατρικό της είδε την Ερμιόνη να τον κοιτά με βλέμμα άγριο μα πιο δίπλα το πρόσωπο του κυρ- Ανέστη ακτινοβολούσε από χαρά. Του έγνεψε απλά και μπήκε βιαστικά στο αμάξι του.

Δεν μίλησαν για ώρα. Ο Ερμής οδηγούσε σιωπηλός, το χέρι του βρισκόταν μέσα στο δικό της και η ματιά του συχνά την χάιδευε. Δεν ήξερε τι είχε γίνει μα δεν τον ένοιαζε... Σημασία είχε πως η Φωτεινή του έκανε το πρώτο μεγάλο της βήμα προς αυτόν... Σημασία είχε πως τον είχε ανάγκη όσο την είχε κι αυτός.

Έφτασαν έξω από το σπίτι τους, και αφού έσβησε την μηχανή έμεινα για λίγα λεπτά μέσα στο αμάξι. Τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της, έψαχνε σημάδια, συναισθήματα που θα μαρτυρούσαν τις σκέψεις της...

"Πάμε μέσα" του είπε σιγανά και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου βιαστικά. Μέχρι να βγει και ο Ερμής η Φωτεινή ήδη στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού περιμένοντάς τον να ανοίξει. "Τι τρέχει μικρή μου;" την ρώτησε μόλις μπήκαν μέσα και εκείνη κρύφτηκε και πάλι στην αγκαλιά του. Δεν του απάντησε... τον αγκάλιασε σφιχτά κι έκρυψε το πρόσωπό της στον λαιμό του. Τα χέρια του την έσφιξαν πάνω του... Του είχε λείψει τόσο πολύ η μυρωδιά της... τόσο πολύ το άγγιγμά της... Σαν το τυφλό που ψάχνει το φως του... σαν τον αδύναμο που παρακαλεί για την δύναμή του... "Μωρό μου..." της είπε σιγανά αφήνοντάς της φιλιά στα μαλλιά. Λέξη δεν είπε η Φωτεινή... τον άφησε να την παρασύρει στο δωμάτιό τους, στο κρεβάτι τους...

Όταν ο έρωτας ξυπνά...Onde histórias criam vida. Descubra agora