Ξημέρωσε. Πρωί πρωί η μαμά μου έρχεται μου τραβάει την κουβέρτα και μου λέει αντέ ξυπνά σχολείο σήμερα. Μανι μανι πάω να ντυθώ βάζω στα γρήγορα ένα κολαν και μια κοντη μπλούζα επειδή είχε πολύ ζέστη. Ξεκινάω να πάω στο σχολείο. Μόλις έφτασα όλα τα βλέμματα ήταν πάνω. Είδα έναν κούκλο ο οποίος ήταν μικρότερος 1 χρόνο. Εκείνη την στιγμή δεν με νοιάζε το πόσο χρόνον ήταν πάρα μόνο το να κάνω οπωσδήποτε κάτι μαζί του διότι οι αγαμιες που είχα δεν λέγονταν. Τον έκοψα από την αρχή που με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω και τον τσάκωσα μια στιγμή να με κοιταει στο στήθος μου. Τον λέω μικρέ τι κοιτάς και μου απαντάει τα βυζάκια σου καινούρια. Τι κρίμα που θα τα κοιτάς μόνο και δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο μαζί τους του λέω. Αυτό θα το δούμε κοπελιά μου απαντάει. Μετά από λίγα λεπτά χτύπησε το κουδούνι και πήγαμε όλοι στην ουρά. Κάναμε προσευχή και μας είπαν το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας και μετά γυρίσαμε σπίτια μας. Καθώς περπατούσα σκεφτόμουν τον μικρό και αυτά που μου είπε και πραγματικά ήθελα να βάλω δάχτυλο πολύ βαθιά. Και εννοείται όταν πήγα σπίτι μου πήγα αμέσως στο μπάνιο και έκανα την δουλειά μου σκέφτοντας τον μικρό γυμνό.