Κάτι την ενοχλούσε. Κάτι χτυπούσε. Κάτι την ξύπνησε. 《Ποιος είναι τέτοια ώρα γαμώτο;》μονολόγησε και άνοιξε αργά τα μάτια της. Το φως του ήλιου την έκανε να τα ξανακλείσει. Όταν το συνήθισε, γύρισε πλευρό. Τέντωσε το χέρι της και έπιασε το κινητό της από το κομοδίνο. Κοίταξε στην οθόνη. |~Μωρό'| έγραφε. Ξεφύσηξε και το σήκωσε. 《Ναι;》απάντησε τρίβοντας τα μάτια της.. 《Που είσαι βρε Γιώτα; Σε παίρνω εδώ και ώρα ρε γαμώτο》γκρίνιαξε και εκείνη στριφογύρισε τα μάτια της. 《Έλα βρε μωρό μου τώρα, δεν το άκουσα. Ηρέμησε》του είπε και οι πατούσες της ακούμπησαν το ξύλινο πάτωμα. 《Τέτοια ώρα κοιμάσαι;》την ρώτησε θυμωμένος. 《Γιατί τι ώρα είναι δηλαδή;》τον ρώτησε. 《Είναι 1 η ώρα το μεσημέρι》της απάντησε. Σε άλλες συνθήκες θα έτρεχε από εδώ και από εκεί για να ετοιμαστεί αλλά τώρα δεν την ένοιαζε. 《Εμμ..Εντάξει;》του είπε και άρχισε να περπατάει μέσα στο δωμάτιο. 《Δεν θα πας στην δουλειά;》έχανε την υπομονή του. 《Δεν δουλεύω πλέον》του απάντησε και ακούμπησε στο γραφείο της. 《Σε απέλυσαν; Έπρεπε να το περιμένω..》είπε. 《Γαμήσου ρε Παύλο!》του φώναξε και του το έκλεισε στα μούτρα. Ξεφύσηξε και πέρασε τα δάχτυλά της νευρικά μέσα από τα μαλλιά. Από τότε που ήταν μαζί μόνο προβλήματα της έχει δημιουργήσει. Έπρεπε να τον χωρίσει αλλά λίγο δύσκολο μιας και βρισκόταν στο εξωτερικό για δουλειές..《Ναι. Για δουλειές με την γκόμενα βρίσκεται..》μονολόγησε θυμωμένη και προχώρησε προς το μπάνιο.
Ο καλοκαιρινός αέρας χτυπούσε με ορμή το πρόσωπό της, κάνοντας την να ζεσταίνεται. Έτριψε το κούτελό της και κοίταξε κάτω το πεζοδρόμιο καθώς προχωρούσε. Είχε μπει μέσα σε πολλά μαγαζιά. Όμως σε κανένα δεν την έπαιρναν. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Τι έκανε λάθος; Κοίταξε στα αριστερά της και είδε ένα μαγαζί με βρεφικά. Μπήκε μέσα. 《Γεια σας》χαιρέτησε την πωλήτρια. 《Γεια σας. Πως θα μπορούσα να σας βοηθήσω;》την ρώτησε ευγενικά. 《Βασικά, θα ήθελα δουλειά..μήπως θα θέλατε κι άλλη πωλήτρια;》είπε με μια ελπίδα. 《Με συγχωρείτε αλλά όχι..》της απάντησε. 《Εγώ η ίδια είμαι ιδιοκτήτρια..》συμπλήρωσε. 《Μάλιστα..καταλαβαίνω. Συγνώμη για την ενόχληση》χαμογέλασε ευγενικά και βγήκε έξω.
Ξεφύσηξε για άλλη μια φορά σήμερα. Το κινητό της χτυπούσε ,για άλλη μια φορά, μέσα στην τσάντα. 《Παρακαλώ;》απάντησε χωρίς να δει ποιος είναι καθώς περπατούσε και προσπαθούσε να βρει μια καφετέρια για να ξεκουραστεί. 《Έλα Γιώτα μου..》ακούστηκε η φωνή της από την άλλη γραμμή. 《Γεια σου Αθηνά μου, τι κάνεις;》την ρώτησε και κοίταξε προσεχτικά τον δρόμο, πριν τελικά περάσει απέναντι.
YOU ARE READING
Ο Βυθός Των Ματιών Σου.
Romance'ΓΙΑ ΤΙΣ ΡΗΧΕΣ ΘΆΛΑΣΣΕΣ ΔΕΝ ΠΡΟΔΙΔΩ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΌ ΜΟΥ'.. ΕΞΏΦΥΛΛΟ: @EiriniDi Copyright Winter 2015-2016♡