Κεφάλαιο 16ο

1.2K 122 36
                                    

Αισθανόταν μικρά φιλάκια στο λαιμό της και ένα χέρι να της χαϊδεύει την κοιλιά. Χαμογέλασε, τι άλλο ήθελε; Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. 《Καλημέρα ομορφιά》της είπε και εκείνη χαχάνισε. 《Καλημέρα και σε εσένα όμορφε》είπε και του ανακάτεψε λίγο τα μαλλιά. Εκείνος έκανε μια αστεία γκρεμάτσα που έκανε την Γιώτα να γελάσει. 《Μην μου τα πειράζεις》της είπε και καλά θιγμένος και τα έφτιαξε πάλι έτσι όπως ήταν πριν..περίπου.. 《Θα στα χαλάω όποτε θέλω εγώ, μιας και μου ανήκεις, κύριος!》του είπε και τον φίλησε πεταχτά στα χείλη. 《Χμμ. Σου ανήκω ε;》ρώτησε ο Άρης με ένα στραβό χαμόγελο, που την έκανε να λιώνει, και εκείνη έγνεψε καταφατικά. 《Μαρέσει..》της ψιθύρισε και της άφησε ένα φιλί στο λαιμό. Ήταν τόσο ωραίο και βασανιστικά αργό που την έκανε να κλείσει τα μάτια της. Τον ένιωσε να χαμογελάει στο λαιμό της.

Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Δάγκωσε το κάτω χείλος της..ήταν τόσο σέξυ χωρίς μπλούζα..Αυτή η πλάτη, αυτοί οι ώμοι, αυτά τα μπράτσα..άρχισε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι λες και ήταν καμιά τρελή. 《Μωρό μου;》άκουσε την φωνή του και σταμάτησε. Γύρισε και τον κοίταξε. Γύρω από την μέση του, είχε τυλιγμένη την άσπρη πετσέτα ενώ από τα μαλλιά του έτρεχαν ακόμη νερά. Εκείνη καλύφθηκε με το μαξιλάρι. 《Είσαι καλά;》την ρώτησε με ανασηκωμένο φρύδι. 《Καλύτερα δεν ήμουν..》την άκουσε να λέει και σταύρωσε τα χέρια του στο θώρακά του. Εκείνη δάγκωνε τα χείλη της και είχε γουρλώσει τα μάτια της από την θέα που είδε πριν λίγο. 《Ω, ρε παναγία μου. Ελπίζω μην κατάλαβε τίποτα..》μονολόγησε και τον άκουσε να γελάει. 《Τι γελάς ρε;》τον ρώτησε και τον κοίταξε στα μάτια. 《Με τη συμπεριφορά σου》της χαμογέλασε. 《Δηλαδή;》τον ρώτησε καχύποπτα. 《Λες και δεν έχεις ξαναδεί αντρικό σώμα》της απάντησε και γέλασε. Εκείνη κοίταξε αλλού θυμωμένη. 《Σε πειράζω μωρή χαζήη》της είπε και την πλησίασε. Εκείνη απομακρυνόταν καθώς το σώμα του μπορούσε να ανάψει φωτιά στο σώμα της και μετά θα έβγαινε εκτός ελέγχου.

Ο Άρης γέλασε και σηκώθηκε. Κατευθύνθηκε προς την ντουλάπα. Άφησε να γλιστρήσει η πετσέτα του και εκείνη γούρλωσε τα μάτια της. Και όμως δεν μπορούσε να τα πάρει μακριά. Εκείνος άφησε ένα γελάκι και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του. 《Τι έγινε;》την ρώτησε σοβαρός και εκείνη έβηξε αμήχανα. 《Τίποτα, τίποτα》του απάντησε. 《Σαρέσει;》την ρώτησε μετά από λίγο. 《Ποιο;》τον ρώτησε. 《Ο πισινός μου》της απάντησε και χαμογέλασε στραβά. Η Γιώτα κοκκίνισε και άρχισε να βήχει.

Εκείνος γέλασε και έβαλε το μποξεράκι του. Έτρεξε προς τα εκείνη και έπεσε απάνω της. Εκείνη τσίριξε για μια στιγμή. 《Φύγε από πάνω μου βόδι》του είπε καο την κοίταξε. 《Σοβαρά τώρα;》την ρώτησε. Εκείνη άρχισε να γελάει δυνατά. 《Μη. Όχι. Σταμάταα.》του έλεγε ενώ εκείνος την γαργαλούσε στην κοιλιά. Εκείνος χαμογελούσε καθώς έτσι ήθελε να την βλέπει. Μετά από λίγο σταμάτησε. 《Πρέπει να έκανα κοιλιακούς》είπε εκείνη και ξεφύσηξε. 《Ναι πρόσεχε》την ειρωνεύτηκε. Σηκώθηκε από πάνω της.

Ο Βυθός Των Ματιών Σου.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora