《Έλα. Έλα γρήγορα καθάρισμα!》του φώναζα ενώ τον έβλεπα να χαζομεράει. 《Κ. Αντωνίου, μπάρμαν είμαι. Όχι καθαριστής!》τόλμησε να ξεστομίσει. Χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι. 《ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ. ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ, ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΘΑΡΙΖΕΙΣ》του είπα εξαγριωμένος. Με κοιτούσε ανέκφραστος. 《Τελείωνε》είπα πιο ήρεμα και ήπια μια γουλιά από το ποτό μου. Η ώρα ήταν περασμένες έξι, τον είχα κρατήσει όμως για δουλειά, και καλά έκανα! Δεν μπορούσα να βλέπω ή να φαντάζομαι τα βρωμόχερα του απάνω στην Γιώτα μου.
《Άρη!》άκουσα το όνομά μου και έκλεισα τα μάτια μου από την ενοχλητική φωνή της. Ωχ παναγία μου.. 《Τι είναι Ευγενία;》γύρισα να την κοιτάξω. 《Καιρό έχουμε να τα πούμε》είπε ναζιάρικα. Την κοίταξα ειρωνικά. 《Και άλλο τόσο για να τα ξαναπούμε》είπα και σοβάρεψε. 《Μην μου μιλάς εμένα έτσι》είπε θυμωμένη. 《Γλυκιά μου, δεν είμαι του χεριού σου πλέον!》της είπα και κοίταξα αλλού. Έτρεμε από τα νεύρα της και χαμογέλασα στραβά. 《Επειδή με ανάγκασες να σε παντρευτώ όταν δεν είχα κανένα δίπλα μου, δεν σημαίνει ότι με αναγκάζεις να κάνω οτιδήποτε και τώρα!》της έκλεισα το μάτι.
Αφού οι γονείς του Άρη, πέθαναν, κατέληξε εκείνος και ο αδερφός του σε ορφανοτροφείο μιας και ήταν οι μόνοι που είχαν επιζήσει από το δυστύχημα. Όταν και οι δυο τους βγήκαν, ο Μάκης είχε επιτύχει να γίνει ιδιοκτήτης μπαρ με κόπο και δουλειά, σχεδόν στη μισή Ευρώπη. Ο Άρης, δεν ήθελε κάτι τέτοιο και κατάφερε να ξεφύγει στην Αγγλία για ένα καλύτερο μέλλον. Εκεί γνώρισε την Ευγενία. Ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που ότι ήθελε το είχε και τον είχε βάλει σαν στόχο. Του είχε υποσχεθεί ότι αν σε μερικά χρόνια την παντρευόταν θα είχε ότι επιθυμούσε στη ζωή του. Με επιτυχία έπεσε στην παγίδα με τους λύκους της. Έγινε ο γάμος και η μητέρα της τον αποδέχθηκε, όμως είχαν προβλήματα με τον πεθερό! Δεν τον χώνεψε ποτέ και τον ανάγκαζε να δουλεύει σαν δούλος του. Δεν ήταν όμως αυτή η ζωή που ήθελε! Έτσι, μια μέρα που ένιωθε αγανάκτηση ζήτησε την βοήθεια του αδερφού του. Εκείνος τον αποδέχθηκε και του έδωσε να διοικήσει μερικά μπαρ, συμπεριλαμβανόμενου και αυτό της Αγγλίας, και ας μην είχε πατήσει το πόδι του εκεί.
Η αλήθεια ήταν ότι ιδιοκτήτης μπαρ δεν του άρεσε και ιδιαίτερα. Έτσι αποφάσισε να ξεφύγει στη θάλασσα, στη βάρκα. Στην ομορφιά της φύσης. Ένιωθε απελευθερωμένος και δεν ήταν πνιγμένος. Να γιατί και το τατουάζ με την άγκυρα στο λαιμό του.
Τόση ώρα ένιωθε δυο ζευγάρια μάτια, σαν της νύχτας να τον καρφώνουν. Ήξερε ότι δεν είχε φύγει. Έκλεισε τα μάτια του και εισέπνευσε βαθιά. 《Ευγενία, έχουμε τελειώσει εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Πίστεψέ με δεν είμαι για τα χέρια σου. Βρες κάποιο άλλο παιχνίδι να παίξεις. Να, σαν τον κύριο εκεί. Τον μπάρμαν. Φαίνεται καλό παιδί》της είπε χαλαρά και σηκώθηκε. 《Τα λέμε》της έγνεψε και βγήκε έξω.
Άρχισε να περπατάει προς το αυτοκίνητό του και πήγε να το ανοίξει. 《Θα έρθεις; Κάνει κρύο》είπε αόριστα όμως ήξερε ότι τον άκουγε. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε και αναστέναξε. Μπήκε μέσα και ξεκίνησε.
《Που θες να πάμε;》την ρώτησε και κοίταξε στον καθρέφτη. Η Γιώτα εμφανίστηκε από πίσω, από το κάθισμά του. 《Όπου θες》ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε έξω από το παράθυρο. 《Μάλιστα..》είπε εκείνος και άρχισε να πηγαίνει πιο γρήγορα. Ο ήλιος ξεπρόβαλε από πάνω αλλά είχε ακόμη μια ψύχρα.
Την οδήγησε στο ξενοδοχείο και εκείνη βολεύτηκε στον καναπέ. 《Για πόσο ακόμη, αυτή η παράσταση;》τον ρώτησε και έμπλεξε τα δάχτυλά της, μεταξύ τους. Έκατσε στα γόνατά του,.μπροστά της. 《Λίγο ακόμη》έπιασε το μάγουλό της και εκείνη έγυρε το κεφάλι της. Την φίλησε απαλά και εκείνη χάθηκε πάνω στα απαλά χείλη του.
*Pacify her, she's getting on my nerves. You don't love her, stop lying with those words*
------------
Γειαα, τι κάνετεε; εγώ αρρώστησα ξανάα:( ΑΧΤΙΩΡΑΙΑ.:(Δεν έχω να πω κάτι' Τα σχόλια δικά σας;) αν έχετε μπερδευτεί, μην ανησυχείτε. Θα σας λυθούν οι απορίες:3
Σονγκ: Melanie Martinez-Pacify Her
Αυτάα, Καληνύχτα σαςς:*
#ΝΤΟΝΑΤΣΑΚΙΑ #ΛΟΒΕΕ.
-Ροδ:3♥
YOU ARE READING
Ο Βυθός Των Ματιών Σου.
Romance'ΓΙΑ ΤΙΣ ΡΗΧΕΣ ΘΆΛΑΣΣΕΣ ΔΕΝ ΠΡΟΔΙΔΩ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΌ ΜΟΥ'.. ΕΞΏΦΥΛΛΟ: @EiriniDi Copyright Winter 2015-2016♡