Κεφάλαιο 2.

118 11 1
                                    

Κοίταξα το είδωλο του εαυτού μου στον παλιό και ραγισμένο καθρέφτη που υπάρχει στο μπάνιο του σπιτιού μου προσπαθώντας να αποτρέψω το νηστικό στομάχι μου να κάνει εμετό. Ή τουλάχιστον να προσπαθήσει γιατί δεν υπήρχε κάτι να βγάλει από μέσα.

Το είδωλο που κοιτούσα στον καθρέφτη μπροστά μου δεν ήταν η Φρέγια. Ήταν μια κοπέλα που έμοιαζε φοβερά στη Φρέγια αλλά αντί για μαύρα τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα σαν το χιόνι,το δέρμα της -αν είναι δυνατόν- ακόμα πιο ωχρό από ότι συνήθως και τα πάντα μαύρα μάτια της είχαν πάρει το χρώμα του γκρίζου. Το σώμα της παρέμενε λεπτό και άχαρο όπως συνήθιζε να είναι αλλά τα πόδια της είχαν παντού κόκκινες κηλίδες αίματος που της θύμιζαν ότι η περιπέτεια που είχε ζήσει πριν λίγο στο δάσος ήταν αληθινή και όχι κάποιο παρασκεύασμα του μυαλού της, όπως ήλπιζε.

"Δεν είναι δυνατόν.." μουρμούρισα στον εαυτό μου με δάκρυα στα μάτια. Τα δάκρυα κυλούσαν καυτά στα μάγουλα μου θυμίζοντας μου πώς υπάρχει ακόμα ζωή μέσα μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν λιποθυμήσω στο δάσος ήταν το πρόσωπο του τερατόμορφου λύκου να μου λέει,δηλαδή να σκέφτεται, πως εγώ και αυτός είμαστε ένα. Νόμιζα πως κάποιος μου κάνει πλάκα εκείνη τη στιγμή, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πως γίνεται να ακούω τις σκέψεις ενός λύκου και πόσο μάλλον να είμαι -ένα μέρος του εαυτού μου- λύκος. Και τότε μου ήρθε η ανάμνηση.

Ήταν πριν από ένα χρόνο περίπου, λίγο πριν κλείσω το 17ο έτος της ζωής μου όταν γυρνώντας με χαρά στο σπίτι από το σχολείο, άκουσα τους γονείς μου να μαλώνουν στην κουζίνα.Για να είμαι ειλικρινείς, άκουγα την μητέρα μου να φωνάζει κλαίγοντας στον πατέρα μου λέγοντας του πως είναι δυνατόν να μου έκανε τέτοιο κακό και σε μένα και σε εκείνη αλλά πιο πολύ σε όλη την πολιτεία. Άκουγα τις λέξεις απιστία και καταραμένη και μίσος αλλά δεν μπορούσα να βγάλω νόημα μέσα από τους λυγμούς της μητέρας μου. Και όταν προσπάθησα να πλησιάσω πιο κοντά για να ακούσω καλύτερα,έκανα θόρυβο και με άκουσαν σταματώντας την συζήτηση μια για πάντα. Από τότε δεν τους είχα ξανακούσει να μιλάνε για κάτι παρόμοιο αλλά η μέχρι τώρα σχέση που είχαν μεταξύ τους είχε διαλυθεί.Φερόντουσαν φυσιολογικά για τα μάτια του Γκρέινχειλ και τα δικά μου αλλά μπορούσα εύκολα να καταλάβω πως η φλόγα της αγάπης που υπήρχε τόσα χρόνια μεταξύ τους, είχε πλέον σβήσει.

Τότε φυσικά δεν είχα συνειδητοποιήσει πως αναφερόταν σε μένα αλλά τώρα στεκούμενη εδώ, κοιτάζοντας έναν άνθρωπο που δεν αναγνωρίζω στο καθρέφτη κατάλαβα τα λόγια της μητέρας μου. Κάποιος με είχε καταραστεί την μέρα της γέννησης μου στο να γίνω ένα αιμοδιψές τέρας μόλις έκλεινα το 18ο έτος και η κατάρα μόλις είχε ενεργοποιηθεί.








The Curse of the MoonWhere stories live. Discover now