Ο Ανδρέας είδε το μήνυμα της Μυρτώς το πρωί που ξύπνησε. Θα της απαντούσε μόλις την έβλεπε στο γραφείο. Τώρα τελευταία ένιωθε διαφορετικά για αυτή την κοπέλα. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αλλά δεν την έβλεπε όπως τόσο καιρό. Ίσως ήταν που ποτέ δεν της είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Όταν γύρισε σπίτι του μετά τη συνάντησή τους, είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο μιας ερωτικής σχέσης μαζί της. Δεν ήταν σίγουρος παρόλα αυτά αν ήθελε να εμπιστευτεί ξανά κάποια. Η Έλενα τον είχε προδώσει, γιατί όχι και η Μυρτώ; Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε το ίδιο τέλος. Δεν ήταν ψυχολογικά έτοιμος να ρισκάρει. Αποφάσισε να το αφήσει στην τύχη και να μην επιδιώξει κάτι. Πήρε τηλέφωνο τη μητέρα του για να επιβεβαιωθεί σχετικά με τη βραδινή της επίσκεψη.

«Παρακαλώ; Ανδρέα;», άκουσε τη φωνή της από την άλλη γραμμή.

«Μητέρα; Είσαι καλά;»

«Καλά αγόρι μου... Καλά...»

«Είσαι σίγουρη; Σε ακούω κάπως περίεργα.»

«Ανδρέα μετά από μια ηλικία το περίεργο γίνεται καθημερινότητα. Τέλος πάντων, μια χαρά είμαι.»

Δεν είχε όρεξη να τη νταντέψει και πάλι. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα.

«Το βράδυ θα λείπεις; Ισχύει αυτό που μου είχες πει;»

«Ναι θα πάω σε μια κυρία στη γειτονιά που θα μας μαζέψει για κανένα χαρτάκι. Τι άλλο να κάνουμε για να περάσει η ώρα γλυκέ μου...»

«Τίποτα καλά θα κάνεις. Πήρε γιατί σκεφτόμουν να περάσω κάποια στιγμή να σε δω. Τι ώρα θα πας;»

«Κατά τις οχτώ. Αν θες έλα νωρίτερα.»

«Ίσως έρθω αύριο. Πρέπει να κλείσω, θα τα πούμε.»

Όλα θα πήγαιναν ρολόι. Κατέβηκε στο γκαράζ, μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε. Θα δούλευε και μετά θα πήγαινε να ψάξει. Δεν ήξερε τι ακριβώς αλλά ήθελε να ψάξει. Κάτι δεν του κόλλαγε στο θάνατό της. Περίεργες μνήμες από τα παιδικά του χρόνια άρχισαν να επανέρχονται από την ημέρα της κηδείας. Η Θάλεια με τον πατέρα του... Μαζί... Ακουγόταν τρελό μέχρι και στον ίδιο αλλά θυμάται χαρακτηριστικές στιγμές. Θυμόταν μια φορά να τους βλέπει από το παράθυρό του να κατεβαίνουν στο υπόγειο που οδηγεί το αποθηκάκι της αυλής. Νόμιζε πως ήταν όνειρο ή έκτρωμα της νοσηρής του φαντασίας αλλά θυμήθηκε και άλλα που σαν παιδί δεν κατανοούσε. Θυμόταν ουρλιαχτά μες το βράδυ να έρχονται πάλι από την αυλή. Τη φωνή της μάνας του.

Κάποτε στο Νησί...Where stories live. Discover now