11

65 11 0
                                    


 Ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα. Ήταν κουρασμένος με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Δεν ένιωθε κόπωση σωματική , τα μάτια του δε βάραιναν και ούτε είχε όρεξη να κοιμηθεί. Όμως για μια στιγμή σκέφτηκε να το κάνει. Για να χαθεί σε κάποιο όνειρο μακριά από τη δική του ζωή. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως όλα αυτά που είχαν συμβεί τις τελευταίες ημέρες δεν τον αφορούσαν αλλά ήταν μάταιο. Δεν ήξερε γιατί αλλά ήθελε να μάθει τα πάντα για την Θάλεια, την Ιρένε και τους γονείς του. Εξάλλου δεν είχε κάποια άλλη ζωή για να επιστρέψει σε αυτήν. Ποτέ δεν είχε συμβεί κάτι συγκλονιστικά δυνατό για να θυμάται. Κάτι για να παλέψει. Κάτι για να κάνει απολογισμό. Ίσως αυτό να ήταν και το πρόβλημα. Πήρε ένα τηλέφωνο. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε καμία υπομονή να σχεδιάσει το μέλλον. Το ήθελε στα χέρια του δίχως να περιμένει.

«Ναι. Εγώ είμαι. Κοιμάσαι; Μπορείς να έρθεις από εδώ; Α, κατάλαβα. Δεν πειράζει θα τα πούμε το πρωί.»

Ίσως το μέλλον για εκείνον να μην υπήρχε και γι αυτό το παρελθόν τον πίεζε να ασχοληθεί μαζί του. Για να βρει καταφύγιο σε σκονισμένα μπαούλα και παλιά γράμματα. Σε μυστικά που δεν τον αφορούσαν όσο εκείνος ήθελε να πιστεύει. Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι. Άνοιξε την τηλεόραση αλλά έκλεισε τον ήχο. Ήθελε απλώς μια κινούμενη εικόνα να του θυμίσει πως είναι ο κόσμος. Κοίταξε τη φωτισμένη ακρόπολη έξω από το παράθυρό του. Όσοι είχαν έρθει στο σπίτι του, έμεναν άφωνοι με αυτό το θέαμα. Εκείνος αδιαφορούσε. Δεν ήταν η συνήθεια, ούτε ότι την έβλεπε κάθε μέρα. Ήταν η απάθεια. Πήγε δύο. Δεν κοιμόταν. Άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας. Δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Θα ήταν το σαλεμένο του μυαλό. Το άκουσε ξανά. Κοίταξε τη μικρή οθόνη και δε μπορούσε να καταλάβει αν ήταν όνειρο ή παραίσθηση. Άνοιξε και περίμενε στην πόρτα με ανυπομονησία να αποδειχτεί αλήθεια αυτό που είδε.

«Μυρτώ;»

Εκείνη είχε ένα επιθετικό βλέμμα μίσους. Στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού του χωρίς να μιλά. Τον κοιτούσε χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια της και περίμενε από εκείνον να πει κάτι.

«Είχες δίκιο. Δεν είμαι καλά. Εσύ όμως είσαι. Τι θα κάνεις γι αυτό;»

Τότε η Μυρτώ χαμογέλασε. Αυτό ήθελα να ακούσει από την πρώτη στιγμή. Γαντζώθηκε από το γιακά του και τον έσπρωξε μέσα κλείνοντας με το πόδι της την πόρτα πίσω. Εκείνος πήγε να τη φιλήσει αλλά δεν τον άφησε. Τον έσπρωξε στον καναπέ και ανέβηκε πάνω του. Έβγαλαν ο ένας τα ρούχα του άλλου και έπεσαν στο πάτωμα. Η Μυρτώ ήξερε τι να κάνει για να τον κερδίσει. Εκείνος δε μπορούσε να σταθεροποιήσει τις ανάσες του. Ήταν πτώμα και κοιμήθηκε εκεί, ανάμεσα στα έπιπλα. Η Μυρτώ ντύθηκε, τον σκέπασε με μια κουβέρτα και έφυγε αθόρυβα. Βγαίνοντας από το σπίτι του κάθισε στο πεζοδρόμιο και ακούμπησε την πλάτη της στη τζαμαρία ενός κλειστού καταστήματος.

«Γιατί...;», μουρμούριζε συνεχόμενα μέχρι που βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί και να φύγει. Όταν ο Ανδρέας την πήρε τηλέφωνο ήταν πεπεισμένη να μην υποκύψει και να αγνοήσει την πρόσκλησή του. Περνώντας όμως τις επόμενες ώρες νευρικά και με άγχος, κατάλαβε πως ήταν κανονισμένο από το κάρμα να πάει. Και δεν ήξερε αν το είχε μετανιώσει ή όχι. Σωματικά όχι αλλά ψυχικά ναι. Γύρισε σπίτι της και αποφάσισε να σταματήσει αυτή την τρέλα. Ήταν η δική της ζωή οπότε ήταν και στο δικό της χέρι να το τελειώσει. Γύρισε σπίτι της. Την άλλη μέρα θα ήταν μια άλλη Μυρτώ.




Κάποτε στο Νησί...Where stories live. Discover now