Ήταν παρασκευή 13 Ιουνίου 1969 μία νύχτα διαφορετική από τις άλλες, μία νύχτα που έκανε την φαντασία των Μεσσήνιων να οργιάζει. Πριν ξεκινήσω όμως οφείλω να πω λίγα λόγια για την περιοχή ώστε να κατανοήσετε καλύτερα την ιστορία. Η Μεσσηνιακή Μάνη είναι ένας τόπος ευλογημένος, μαγικός, σαν να είναι βγαλμένος μέσα από παραμυθία. Με χρώματα όπως το πράσινο των δέντρων και γκρίζο της πέτρας να κυριαρχούν κάνει τους επισκέπτες της να την λατρεύουν. Βρίσκεται ανατολικά του Ταΰγετου και αποτελείται από πολλά πανέμορφα φαράγγια και εντυπωσιακές κρυμμένες παραλίες. Όπως καταλαβαίνετε μέσα σε αυτόν τον υπέροχο φυσικό κόσμο υπάρχουν αμέτρητοι μύθοι και θρύλοι για πλάσματα παράξενα βγαλμένα (η όχι) από την φαντασία των σκληρών αλλά πάντα φιλόξενων κατοίκων της Μάνης. Αυτή είναι η ιστορία ενός γεφυριού με το όνομα Κοσκάργα (ή Κοσκάρακα) που η κατασκευή του χάνετε στα βάθη του χρόνου. Επί τουρκοκρατίας λέγετε ότι ήταν το κεντρικό γεφύρι που ένωνε την έξω Μάνη με την πόλη της Καλαμάτας. Πάνω σε αυτό ακριβώς το γεφυράκι κατασκευάστηκε μία μεγάλη γέφυρα ώστε να εξυπηρετήσει την ανάγκη των αυτοκινητόδρομων της χώρας. Κατά καιρούς διάφορα περιστατικά έκαναν τους κατοίκους της γύρω περιοχής ανήσυχους, αλλά αυτό που συνέβη εκείνη την νύχτα ήταν τεράστιο σοκ για την εποχή. Μία ιστορία κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα και έφτασε στο σήμερα με άπειρες παραλλαγές. Αυτή που θα σας διηγηθώ είναι αυτή που με τρόμαξε περισσότερο ακούγοντας την σε μικρή ηλικία.
Η ιστορία αναφέρεται σε έναν φορτηγατζή που μετέφερε φορτίο από την Αθήνα προς το Οίτυλο ξημερώματα παρασκευής 13 Ιουνίου 1969. Ο Θανάσης εκτελούσε ένα δρομολόγιο το οποίο είχε κάνει αμέτρητες φορές όμως εκείνη την νύχτα νύσταζε υπερβολικά και έκανε ότι ήταν δυνατών να μείνει ξύπνιος μιας και το αφεντικό του τον πίεζε να παραδώσει το φορτίο το πρωί και να γυρίσει πίσω μετά. Μιλώντας με τον εαυτό του δυνατά, τραγουδώντας και χτυπώντας τα χέρια του στο τιμόνι κατάφερνε να έχει τα μάτια του ανοιχτά στην διαδρομή.
Όλα πήγαιναν καλά θα ήταν τέλειο βράδυ αν δεν είχε αυτή την αναθεματισμένη ζεστή. Ακόμα και με όλα τα παράθυρα ανοιχτά ο Θανάσης ίδρωνε πολύ μέσα στο φορτηγό και η ζεστή έφερνε περισσότερη υπνηλία. Περνώντας την Καλαμάτα η χαρά του μεγάλωνε γιατί ήταν όλο και ποιο κοντά στο τέλος της διαδρομής και θα ξεκουραζόταν λιγάκι μετά όμως μπαίνοντας στη Μεσσηνία έφτασε στα όρια του. Οι πολλές στροφές του δρόμου τον κούραζαν υπερβολικά. Συνεχίζοντας να τραγουδάει κατέβαινε το βουνό με το φορτηγό του στρίβοντας ξανά και ξανά στις δύσκολες στροφές λίγο πριν την γέφυρα της ιστορίας μας όταν σε μία στιγμή αδυναμίας τα μάτια του έκλεισαν ακριβώς όταν οι ρόδες πατούσαν πάνω στην γέφυρα. Το φορτηγό συνέχισε αργά σε μία ευθεία πορεία.
Ένα τεράστιο φως σαν κεραυνός φώτισε την νύχτα γύρω από την γέφυρα και έκανε τον Θανάση να πεταχτεί σχεδόν όρθιος μέσα στο φορτηγό. Ζαλισμένος ακόμα ίσα που πρόλαβε να δει μία καμπουριασμένη κόντη φιγούρα λίγα μέτρα μπροστά του. Κατευθείαν έστριψε απότομα το τιμόνι, πάτησε φρένο και περνώντας ξυστά από δίπλα της κατάφερε να σταματήσει λίγα εκατοστά πριν πέσει στο φαράγγι.
Εντελώς ξύπνιος τώρα και με τους χτύπους της καρδιά του να έχουν χτυπήσει κόκκινο κατέβηκε από το φορτηγό να ελέγξει την κατάσταση.
Αφού κοίταξε μπροστά και είδε ότι το φορτηγό δεν κινδυνεύει και ούτε είχε ζημία άρχισε να πηγαίνει προς το πίσω μέρος όταν είδε μία γριούλα στη μέση του δρόμου. Το παράξενο σε αυτή την εικόνα ήταν ο τεράστιος στρογγυλός σάκος που κουβαλούσε η γριούλα.
Την πλησίασε αργά.
Η γριούλα στεκόταν ακίνητη στο ίδιο σημείο πάνω στην γέφυρα και τον κοιτούσε.
-Γεια σου γιαγιούλα, τη κάνεις εδώ τόσο αργά την νύχτα με αυτή την ζεστή; ρώτησε ο Θανάσης.
-Ξεκίνησα να πάω στην Καρδαμύλη (ιστορικό χωριό της Μεσσηνίας) αλλά ο δρόμος είναι μακρύς και κουραστικός γιόκα μου απάντησε με απαλή φωνή η γριούλα.
-Έλα να σε πάω με το φορτηγό, στον δρόμο μου είναι είπε και πήγε να της πάρει τον σάκο.
Η γριούλα τραβήχτηκε απότομα κρατώντας γερά τον σάκο αλλά ο Θανάσης επέμενε λέγοντας ότι ήθελε απλά να βοηθήσει να τον ανεβάσουν στην καρότσα του φορτηγού.
-Όχι γιόκα μου, ο σάκος είναι βαρύς για τα δικά σου χέρια, άστον σε μένα που έχω συνηθίσει έλεγε η γριούλα.
Ανένδοτος ο φορτηγατζής κατάφερε να της αποσπάσει τον σάκο αλλά με τρόμο είδε ότι δεν μπορούσε να τον σηκώσει από το έδαφος. Πως μπορούσε η γριούλα να τον μεταφέρει με τόση ευκολία και εγώ να μην μπορώ καν να τον σηκώσω; Αναρωτιόταν συνεχίζοντας την προσπάθεια. Αγανακτισμένος και γεμάτος περιέργεια άνοιξε τον σάκο. Κοίταξε μέσα!
Ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι σηκώθηκε κάτω από το φως του φεγγαριού και ένα κεφάλι κομμένο με μία απλή αλλά σίγουρη κίνηση έπεσε μέσα στο μεγάλο στρογγυλό σάκο.
Το ακέφαλο πτώμα του Θανάση βρέθηκε πάνω στη γέφυρα, δίπλα από το φορτηγό το επόμενο πρωί και κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει το απίστευτο περιστατικό. Έκτοτε έχουν συμβεί πολλά "περίεργα" γύρω από την γέφυρα που ίσως γράψω σε άλλη ιστορία
YOU ARE READING
Ιστορίες τρόμου -κύκλος δεύτερος (1ο μέρος)
Mystery / ThrillerΟι τοποθεσίες που περιγράφονται παρακάτω είναι αληθινές, παρόλα αυτά οι ιστορίες που λαμβάνουν μέρος σε αυτές είναι καθαρά προϊόν φαντασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι συμπτωματική. Οι ιστορίες διαβάζονται αποκλειστικά με...