Αγγελικό αίμα

135 19 10
                                    

Ζααμαήλ

Αδυνατούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Την είχα επιθυμήσει τόσο πολύ. Όλον τον καιρό που βρισκόμουν μακριά της, ήμουν απασχολημένος με τα όσα συνέβαιναν στο αρχηγείο, με την προετοιμασία της μάχης και προβλήματα που αποζητούσαν απεγνωσμένα κάποιες λύσεις. Με αποτέλεσμα να ξεχνιέμαι, δίχως να βασανίζω το μυαλό με τη σκέψη της και φαντάστηκα για λίγο πως θα αντιμετώπιζε μια παρόμοια κατάσταση εκείνη, χωρίς όμως να υπάρχει κάτι σοβαρό να την απασχολεί στην καθημερινότητά της, παρά μόνο η απουσία μου. Έσφιξα τα σαγόνια μου, κλείνοντας τα μάτια μου ώστε να διώξω το συναίσθημα που μου προκάλεσαν τούτες οι σκέψεις. Μα κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, το μόνο που μπορώ να δω είναι το πτώμα της Μία πεσμένο άτσαλα στο έδαφος με έναν κόκκινο λεκέ να απλώνεται ολόγυρά της και τη διαπεραστική κραυγή του Ντάνιελ να διαταράσσει την ατμόσφαιρα φωνάζοντας με το όνομά της.

Ξανά και ξανά ζούσα τη σκηνή και σκεφτόμουν. «Αν για μένα ήταν τόσο δύσκολο να το αντιμετωπίσω, που γνώριζα τη Μία ελάχιστα, πως θα ήταν για εκείνον που ζούσε και ανέπνεε για κείνη;» Τα μάτια μου άνοιξαν απότομα με τις μαύρες σκέψεις να δηλητηριάζουν το μυαλό μου και κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω στην Άββατον, που κοιμόταν γαλήνια με την αναπνοή της αβίαστη και ένα αχνό χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της. «Τόσο όμορφη» σκέφτηκα. Τα μαλλιά της είχαν ένα χρώμα που θύμιζε σοκολάτα γάλακτος, σαν κύματα σκέπαζαν τους ώμους και την πλάτη της, φτάνοντας σχεδόν τη μέση της ενώ ταυτόχρονα σκέπαζαν το ακαταμάχητο στήθος της, όπως ήταν γυρισμένη στο πλάι.

Ένας ενοχλητικός ήχος με αποπροσανατόλισε και έψαξα με τα μάτια μου να βρω από πού προερχόταν, έχοντας ήδη νευριάσει απίστευτα. Είδα ένα φώς μέσα από την τσέπη του παντελονιού μου που ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Ανασηκώθηκα απότομα για να το αρπάξω. Ποιος ξέρει τι μπορεί να έγινε πάλι. Δεν θα με καλούσαν αν δεν ήταν κάτι σημαντικό, καθώς τους είπα να μου δώσουν μερικές μέρες με την Άββατον. Το κινητό εξακολουθούσε να δονείται στο χέρι μου και είδα πως με καλούσε Ντρέβεν, πατέρας της Μία και ανώτερος αρχάγγελος από τον οποίο παίρναμε εντολές. Πήδηξα από το κρεβάτι απότομα και με μεγάλες δρασκελιές διέσχισα το υπνοδωμάτιο της Άββατον και το σαλόνι, φτάνοντας στη κουζίνα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. «Ναι» απάντησα γρήγορα. Στην άλλη γραμμή άκουγα τον Ντρέβεν να μιλάει γρήγορα χωρίς πολλά καινά και οι λέξεις του χείμαρρος από εντολές. «Το ξέρω Ζααμαήλ, πως ήθελες λίγο χώρο για τον εαυτό σου, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, μάλιστα θα πρέπει να φύγετε από κει αμέσως. Καθώς απομακρυνόσουν από το πεδίο της μάχης μαζί με τη θύελλα που δημιούργησες παρέσυρες μερικές δαιμονικές υπάρξεις μαζί σου. Οι οποίες φυσικά ανίχνευσαν τη θέση σου. Σου δηλώνω λοιπόν ότι κινδυνεύεις και υπάρχει πιθανότητα επίθεσης. Για την ώρα θα πάρεις την Άββατον και θα εξαφανιστείς, με σκοπό οι δαίμονες να χάσουν τα ίχνη σας, θα σιγουρευτείς για την ασφάλειά σας και θα περιμένεις τηλεφώνημά μου. Βιάσου όμως, ο χρόνος κυλά εις βάρος σου».

Έλξη ο ρόλος της ΆββατονDonde viven las historias. Descúbrelo ahora