ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ Η ΖΩΗ

18.1K 598 139
                                    

Η Ροζάριο περπατούσε στους δρόμους του Ρίο νευρικά.Πότε σταμάταγε επιθυμώντας να γυρίσει πίσω και πότε το μετάνιωνε συνεχίζοντας.Ήξερε που ήθελε να πάει,αυτό όμως που δε γνώριζε ήταν αν έπρεπε να φτάσει τελικά ως εκεί.Κοιτούσε το πλακόστρωτο δρόμο λες και μετρούσε τις πλάκες... μέχρι τα πόδια να την οδηγήσουν στο προορισμό που τόσο φοβόταν.Ένα κορίτσι 19 χρονών με εμφάνιση ανάλογη της ηλικίας και των γονιδίων που είχαν όλες οι γυναίκες οι οποίες γεννιούνταν στη βραζιλία.Ο πατέρας της ήταν Ευρωπαίος,Γάλλος για την ακρίβεια...είχε επισκεφθεί το Ρίο Ντε Τζανέιρο πολλά χρόνια πρίν και γνώρισε τη μητέρα της.

Έρωτας που ζωντάνεψε σε μια πόλη χτισμένη στη σκιά του Χριστού του Λυτρωτή.Αγκαλιάστηκε απο τη φυσική ομορφιά του μέρους και αντίκρυσε το υπέροχο ηλιοβασίλεμα της Ιπανέμα.Εκείνος βρέθηκε για διακοπές και οι λίγες μέρες μετατράπηκαν σε μόνιμη διαμονή.Αδυνατούσε να αποχωριστεί τη μητέρα της Ροζάριο αλλά και τη θαυμάσια πόλη όπως συχνά την αποκαλούσαν.Όλα σε μάγευαν,το τροπικό κλίμα,οι θαυμάσιες πλαζ, ακόμα και τα απόκρυμνα βουνά με το περίεργο σχήμα τους.Το ζευγάρι λάτρευε να κάνει ατελείωτους περιπάτους και να πέφτει πάνω σε μικρές μπάντες που ξεσήκωναν το κόσμο με τη μουσική τους.Η Σάμπα ακουγόταν απ'άκρη σ'άκρη και σε προκαλούσε να λικνίσεις ρυθμικά το κορμί σου όπου και να βρισκόσουν.Ένα παραμύθι έπαιρνε σάρκα και οστά στο παράδεισο,φτωχοί μεν αλλά πολύ ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι.Τι άλλο να ζητήσει κανείς?

Έτσι μετά απο ένα χρόνο γεμάτης ζωής, εκείνη έμεινε έγκυος και με χαρά του το ανακοίνωσε βαδίζοντας κατα μήκος της Κόπακαμπάνα.Η ζεστή άμμο έκαιγε τα πόδια που βυθίζονταν μέσα και αυτή απλά χαμογέλασε λέγοντας πως ο έρωτας τους είχε πλέον ριζώσει μέσα της για τα καλά.Δε θα ξεχάσει ποτέ την έκφραση του προσώπου του,τη σιωπή του και την εξαφάνιση του το ίδιο κιόλας βράδυ.Την εγκατέλειψε και έτρεξε μακρυά της σα το κλέφτη.Απο τότε δε τον ξαναείδε ποτέ.Κράτησε το παιδί και πάλεψε σα σκύλα για να το μεγαλώσει.Υπήρχαν μέρες που η ίδια δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της και άλλες πάλι,τάιζε τη μικρή μόνο ζαχαρόνερο.Δούλευε όπου έβρισκε χωρίς να ντρέπεται.Καθάριζε σπίτια πλουσίων,έπλενε πιάτα σε εστιατόρια και πολλές φορές αναλάμβανε τη πλύση ξένων ρούχων στη σκάφη και το σιδέρωμά τους.

Τη Ροζάριο την έστειλε σχολείο, όσο και αν η ίδια πολλές φορές θέλησε να το διακόψει για να βοηθήσει τη μητέρα της,εκείνη δε το δεχόταν με τίποτα.Τη πρώτη φορά που είχε πει ψέμματα και αντί να πάει στα μαθήματα βρέθηκε να κάνει τη σερβιτόρα σε ένα καφέ,η μητέρα της τη χαστούκισε.Απο τότε δε τόλμησε να τη κοπανήσει ξανά και έτσι τελείωσε με καλούς βαθμούς και επαίνους.Ζούν οι δυό τους σε ένα μικρό αλλά καλόγουστο σπίτι,είναι οι καλύτερες φίλες και πια αγωνίζονται μαζί για να κάνουν τη καθημερινότητά τους όσο καλύτερη γίνεται.Αρκετοί άντρες λαχτάρισαν τη μητέρα της και της έταξαν πλούτη και καλοπέραση μα αυτή τους έδιωξε όλους.Όχι πως δεν ήθελε να ξαναφτιάξει τη ζωή της, αλλά είχε προτεραιότητα πάντα τη Ροζάριο και δεν φανταζόταν ποτέ πως κάποιος ξένος θα τη πληγώσει.Έτσι, προτιμούσε να μένει μαζί της και να διαγράψει απο το μυαλό έρωτες και αγάπες.Η πληγή που είχε ανοίξει στη καρδιά της εκείνος ο άντρας, αιμοραγούσε ακόμα αφού η μικρή της τον θύμιζε κάθε μέρα.

ΑΤ*ΑΞΙΕΣWhere stories live. Discover now