Κεφάλαιο 7.

21 2 0
                                    

Και όμως ανέβασα παρτ παρόλο που δεν σχολιάσατε όπως σας ζήτησα :( Τι να κάνουμε, δεν κρατήθηκα.. Τέλος πάντων, δεν πειράζει, ορίστε το καινούριο και ΤΕΡΆΣΤΙΟ παρτ. Enjoy:*

Άνοιξα με τα χίλια ζόρια τα μάτια μου. Το ξυπνητήρι χτυπούσε εδώ και ώρα σαν δαιμονισμένο. Το έκλεισα και κάθισα οκλαδόν στο κρεβάτι, ενώ προσπαθούσα να κάνω τα μάτια μου να συνηθίσουν το φως. Η ώρα ήταν 10, είχα υποσχεθεί στην μαμά πως θα την βοηθούσα να ετοιμάσει το τραπέζι σήμερα, καθώς είναι Χριστούγεννα. Γιούπι. Πλησίασα τα κάγκελα της κουκέτας και κοίταξα το κάτω κρεβάτι να δω αν είχε σηκωθεί ο Τζέισον. Το βόδι ακόμα κοιμάται. Αναρωτιέμαι πως δεν ξύπνησε με το ξυπνητήρι τόση ώρα. Κατέβηκα τα σκαλάκια της κουκέτας και πλησίασα προς το μέρος του. Κοιμόταν μπρούμυτα, με μία κοντομάνικη μπλούζα που έκανε τα μπράτσα του να φαίνονται τόσο... Δάγκωσα τα χείλη μου. ''Τζεϊλίν σοβαρέψου'' επέπληξα τον εαυτό μου.

«Τζέισον;» τον φώναξα, καθώς έσκυψα πάνω του. Καμία απάντηση.
«Τζέισον; Ξύπνα» είπα, αυτή τη φορά σκουντώντας τον παράλληλα. Πάλι καμία απάντηση.
«Ρε βόδι ξύπνα!» αναστέναξα εν τέλει.

«Πως με είπες;» είπε με φωνή βραχνή από τον ύπνο και σήκωσε το κεφάλι του από το μαξιλάρι.
«Με άκουγες τόση ώρα;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ήθελα να σε παιδέψω λίγο, πώς να μην ξυπνούσα με αυτό το ξυπνητήρι;» γκρίνιαξε.
«Είσαι ηλίθιος!» του φώναξα, ενώ παράλληλα τράβηξα το μαξιλάρι του και του το πέταξα στην μούρη. Σίγουρα δεν το περίμενε, η έκφραση του ήταν τόσο αστεία που άρχισα να γελάω.

«Αυτό που έκανες θα το μετανιώσεις!» είπε σοβαρά και σηκώθηκε από το κρεβάτι. ''Ωχ, όχι..'' σκέφτηκα και έκανα ένα βήμα πίσω. Ωστόσο εκείνος με πλησίαζε όλο και παραπάνω, ενώ το πρόσωπο του ήταν σοβαρό και ανέκφραστο.

Όπως ήταν προφανές, δεν μπόρεσα να του ξεφύγω. Με μία απότομη κίνηση με έπιασε από την μέση και σαν να ήμουν τσουβάλι με έριξε πάνω στον ώμο του, με το πρόσωπο μου να κοιτάει την πλάτη του και τα πόδια μου να είναι στον αέρα.

«Τζέισον άσε με κάτω τώρα» φώναζα και του χτυπούσα την πλάτη με τα χέρια μου. Μάταια, καθώς είμαι σίγουρη πως δεν ένιωθε καθόλου πόνο. Εκείνος γελούσε με την κατάσταση μου.

«Είσαι σίγουρη πως θες να σε αφήσω;»
«Ναι!» αναφώνησα.
«Εντάξει λοιπόν» είπε και χάρηκα, καθώς φαντάστηκα πως θα με άφηνε.

Η χαρά, όμως, μου κόπηκε όταν ένιωθα το κεφάλι μου να φτάνει πιο κοντά στο πάτωμα.
«Όχι, όχι εντάξει μην με αφήσεις!» είπα γρήγορα, και εκείνος συνέχισε να γελάει.
«Αυτό φαντάστηκα και εγώ» είπε ενώ συνέχιζε να γελάει.

Καρδιά vs. ΛογικήWhere stories live. Discover now