Το κουτί.

154 8 13
                                    

Ο καιρός το πήγαινε για βροχή. Ο ουρανός, που τον τελευταίο καιρό ήταν μονίμως βαμμένος με τα πιο έντονα γαλάζια τώρα ήταν γκρι και μουντός. Σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από το μικρό νησί, βυθίζοντας τα χωριά σε ένα ημι-σκόταδο. Το κουτί που είχε φέρει το πρωί ο Χρήστος, ο μοναδικός ταχυδρόμος του νησιού, καθόταν στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι δίπλα από το παράθυρο. 'Επρεπε να το είχε ανοίξει με το που το πηρε στα χερια της. Τι αλλο θα μπορουσε να περιέχει εκτος απο τα βιβλια που ειχε παραγγειλει προ ημερων. Αλλα κατι την σταματησε. Ενας φοβος της είχε δέσει τα χερια. Τωρα ομως που είχαν περάσει μερικες ωρες, δεν μπορουσε να σταματησει να το σκεφτεται. «Τι κρυβεις μεσα σου σαχλο κουτί», ψυθυρησε και η ανασα της θολωσε το τζαμι.

Ο αερας μπηκε μεσα με τσαμπουκα, πλημμυριζοντας το δωματιο με την μυρωδια του Αιγαιου. Οι κουρτίνες χόρευαν αισθησιακα ξυπνωντας την απο την νιρβανα που ειχε πεσει σκεφτομενη το δεμα και το περιεχομενο του. Εκανε δυο-τρια βηματα προς τα πίσω άνοιξε το συρτάρι του σεκρετερ της και από μεσα εβγαλε το ψαλιδι. Αλλα ακομα και αν ειχε αποφασισει να ανοιξει επιτελους το δεμα, κατι μεσα της της ελεγε να σταματησει. Να αφησει το δεμα ετσι οπως ειναι και να φυγει, να τρεξει μακρια. Δεν ηταν φοβιτσιαρα, αλλα ουτε και προληπτικη,τιποτα δεν οδηγουσε στο συμπερασμα οτι το δεμα περιειχε κατι κακο για αυτη, για αυτο και τουτη η συμπεριφορα της την τρομαζε εις διπλουν. Εντελει αποφασισε να το ανοιξει. Προχωρησε τα λιγοστα βηματα μεχρι το τραπεζακι στο απεναντι παραθυρο και σηκωσε το λευκό, ξύλινο κουτι. Ήταν από ξύλο καλής ποιότητας και οχι αυτο το φτηνιαρικο που βρισκεις παντου. Ηταν δεμενο με μια κορδελα που ειχε ενα υπεροχο σκουρο και πλουσιο μοβ χρωμα, η οποία στις ακρες της ειχε δυο αρχικα Ε&Δ.

Η κορδελα κοπηκε αμεσως με ενα ικανοποιητικο σκρουτς. Οταν αποφασισε να σηκωσει το καπακι ειχε περασει τουλαχιστον ενα λεπτο. Οτι και να υπηρχε μεσα στο κουτι ηταν κρυμμενο κατω απο μπολικο χαρτι αφης και απο πανω του ηταν ενας λευκος φακελος με καλλιγραφικα γραμματα που σχηματιζαν το ονομα της: Ερις. Ενιωσε τον ιδρωτα να σχηματιζει μικρους λεκεδες στο φανελακι της κατω απο τις μασχαλες της. Αναγνωρησε αμεσως την αποστολεα και ενιωσε τα πρωτα δακρυα, απο τα πολλα που θα εριχνε εκεινη την ημερα, να κυλανε αργα στα μαγουλα της. Δεν μπορεις να κρυφτεις απο τους δαιμονες σου, στο τελος παντα σε βρισκουν. Με τα μακρια, λεπτα της δακτυλα αρπαξε τον φακελο απο την ακρη, σα να φοβοταν οτι εκρυβε μεσα του καποιο δηλητηριο και με το αλλο χερι εβγαλε κατα τον ιδιο τροπο την κολλα χαρτιου. Την ξεδιπλωσε με χερια που ετρεμαν και αφησε τα ματια της να ξεκουραστουν επανω στις πρωτες λεξεις.

Λιγο πριν το τελοςWhere stories live. Discover now