Το καφενείο.

50 5 16
                                    


3.

Το πλοίο για τον Πειραιά περνούσε καθέ δυο μέρες απο το νησί, έκτος απο τους μήνες που άνηκαν στην τουριστική περίοδο που περνούσε κάθε μέρα. Είχε περίπου οκτώ χρόνια να κατέβει στην Αθήνα. Ο εκδότης της της είχε πεί ότι ο κοσμός αγόραζε τα βιβλία της επειδή το προσωπό της ήταν κρυμμένο πίσω απο ένα πέπλο μυστηρίου. Και φυσικά γιατί ήταν εξαιρετικά δείγματα λογοτεχνίας, αυτό το είχε πεί στο τέλος για να μην τον παρεξηγήσει. Η αλήθεια είναι ότι τους είχε αφήσει να πλασάρουν την ανάγκη της να μείνει μακρύα από τον πολιτισμό, τουλάχιστον της Αθήνας, όπως ήθελαν. Ήθελε τα βιβλία της να πουλήσουν και δεν ντρεπόταν για αυτό. Χρειαζόταν τα χρήματα.

Τα ακτοπλοιακά εισητήρια μπορούσες να τα κλείσεις απο το τηλέφωνο, αλλά είχε ανάγκη να περπατήσει. Ένιωθε την ανάγκη να αφήσει το θαλλασινό αεράκι να την χαιδέψει, ακομά και αν ο καιρός ήταν άκομα τσουχτερός. Μέσα της ένιωθε χειρότερο κρύο.

Πρίν απο πολλά χρόνια, τότε που εκείνος ήταν ακόμα ζωντανός και ο έρωτας είχε τα πιο έντονα χρώματα, την είχε πάει να φάνε ψαράκι σε μία απομονωμένη ταβερνούλα, που είχε τα τραπέζια της ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα. Την οδηγήσε εκεί με σκοπό να της μιλήσει για τα σχεδιά του να οριστικοποιήσει το διαζυγιό του με την γυναίκα του και την ανάγκη του να μείνει για λίγο καιρό μακρυά απο το Πανεπιστήμιο. Ήθελε,είπε, να γράψει επιτέλους το βιβλίο του. Ήταν η πρώτη φορά που της έλεγε, όχι ξεκάθαρα φυσικά, πως ήθελε να δοκιμάσουν να γίνουν ένα κανονικό ζευγάρι. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Απο εκείνη την μέρα αγάπησε την μυρωδία της θάλλασας και το καλό ψαράκι. Όποτε ένιωθε πίεση, πήγαινε αμέσως κοντά στο νερό.

Σήμερα στον δρόμο προς το κίοσκι με τα ακτοπλοικά εισητήρια και το λιμάνι δεν ύπηρχε ψυχή. Η διαδρομή την γέμισε με ηρεμία και ένας άλλος άνθρωπος θα την ενοχλούσε, μετά από τόσα χρόνια μοναξιάς είχε αρχίσει να γίνετε περίεργη. Το κιόσκι ήταν κλειστό και στην πόρτα είχε ένα χαρτί Α4 που ενημέρωνε τον κόσμο που ήθελε να μπέι μέσα ότι ο υπάλληλος βρισκόταν δίπλα στον δέυτερο τόπο εργασίας του, το καφενείο.

Μισούσε τα καφενεία. Ήταν γεμάτα περίεργους μεσήλικους ή για να είναι πιο σωστή υπερήλικους άντρες και σε αυτό το καφενείο είχαν και σα bonus τήν κουτσομπόλα γυναικα του καφετζή. Στην προκειμένη περίπτωση η γύναικα του ήταν και βιβλιόφιλη εκτός απο κουτσομπόλα πράγμα που έκανε την Έρις να τρέμει από άγχος κάθε φορά που έπτεφτε στα νύχια της.Η γυναίκα αγαπούσε τα βιβλία της και της το έδειχνε με πολλούς και δίαφορους τρόπους αλλα κυρίως με την ανάγκη της να περνάει απο ανάκριση την Έρις για το μέλλον των αγαπημένων της χαρακτήρων. Σήμερα ευτυχώς ήταν απασχολημένη στην κουζίνα για αυτό και η επισκεψή της στον καφενέ θα ήταν σχεδόν ανώδυνη για αυτήν.

Λιγο πριν το τελοςWhere stories live. Discover now