Το τηλεφώνημα.

79 4 28
                                    


                                                                                       2.

Όταν άνοιξε τα μάτια της είχε ήδη ξημερώσει, είχε κοιμηθεί δέκα συνεχόμενες ώρες. Είχε να πέσει έτσι ξερή από τότε που ήταν είκοσι χρονών. Έκανε να σηκωθεί αλλά αμέσως ένιωσε όλο της το σώμα να είναι ενάντια σε τούτη της την πράξη και έτσι παρέμεινε ξαπλωμένη. Γύρισε το κεφάλι της να κοιτάξει έξω από το παράθυρο και αντίκρυσε έναν ύπεροχο γαλάζιο ουρανό. Η κακοκαιρία πέρασε, σκέφτηκε και έκανε άλλη μια προσπάθεια για να σηκωθεί. Αυτή την φορά κατάφερε να καθίσει στο κρεββάτι και να φορέσει τις σαγιονάρες της. Ήθελε επειγόντως καφέ. Αρνήθηκε να κοιτάξει το κουτί και το περιεχόμενο του και κατέβηκε τις σκάλες μέχρι το ισόγειο.

Το σπίτι αυτό άνηκε στην θεία του πατέρα της. Δεν είχε οικογένεια παρά μόνο τα ανήψια της, με τα οποία δεν είχε και ιδιαίτερη επαφή. Στον πατέρα όμως είχε αδυναμία και αφού την κοίταξε στα τελευταία της του άφησε το σπίτι. Ο δόλιος δεν πρόλαβε να το χαρεί, ένα χρόνο αργότερα τον θέρισε ο καρκίνος. Για την ΄Ερις όμως αυτό το σπίτι στάθηκε σωτήρια λέμβος. Όταν η Αθήνα γέμισε εχθρούς τα παράτησε όλα και έφυγε. Ήταν η καλύτερη απόφαση που είχε πάρει ποτέ.

Όσο έφτιαχνε τον καφέ το μυαλό της το είχε στον επάνω όροφο. Δεν της έκανε εντύπωση ότι βρήκε νέο τρόπο η χήρα του Δημήτρη να την τιμωρήσει. Λίγο μετά τον θανατό του την έπερνε τηλέφωνο πρωί-βράδυ και της φώναζε με φωνή πνίγμενη από ποτό οτι εκείνη τον σκοτώσε.

Δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ. Το ίδιο σκεφτόταν και αυτή. Εκείνο το απόγευμα δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Την κόρνα να ουρλιάζει. Τα απότομα φρεναρίσματα..

Ο καφές έβρασε και χύθηκε, καίγοντας της το χερί. Άφησε μερικές βρισιές να αιρωρούνται επάνω απο το χυμένο νεροζουμί και έβαλε τα κλάματα.

"Γαμημένη καργιόλα." ουρλιαξε. "Ω,θεε μου." Τα αναφιλητά συνεχίστικαν για πολυ ώρα. Δεν έκλαιγε πότε σχεδόν και τώρα δεν μπορούσε να σταματήσει. Άφησε την κουζίνα έτσι όπως ήταν και ανέβηκε πάλι στον δέυτερο όροφο.

Δεν πήγε στο κρεββάτι αλλά προχώρησε μέχρι το σεκρετέρ όπου ήταν το τηλέφωνο. Αν και είχε χρόνια να χρησιμοποιήσει αυτόν τον αριθμό τον θυμόταν απέξω, άλλωστε κάποτε το καλούσε καθημερινώς. Η απάντηση ήρθε με τον έκτο χτύπο.

"Παρακαλώ?"

Η φωνή του είχε βαθύνει. Ακουγόταν κουρασμένος και κατα κάποιο τρόπο απογοητευμένος απο αυτό το τηλεφώνημα. Ή απο την ζωή, γενικά.

"Καλημέρα, ελπίζω να μην ενοχλώ."

Ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής σιώπησε για παραπάνω απο όσο θα έπρεπε και η Έρις άρχισε να φοβάται πως είχε πέσει η γραμμή μέχρι που άκουσε ξανά την κουρασμένη του φωνή.

"Δεν το πιστέυω ότι με πήρες τηλέφωνο. Είχα αρχίσει να κουράζομαι απο τα μακροσκελή σου γράμματα."

"Μου έλλειψε η φωνή σου."

"Μην μου λές ψέμματα μικρή μου. Εγω σε ξέρω καλύτερα απο τον καθένα. Πες μου σε τι οφείλω την τιμή."

Τώρα ήταν η δική της σειρά να μείνει σιωπηλή. Ο Μάνος ήταν ο μόνος που ήξερε τα πάντα για την σχέση της με τον Καθηγητή. Όλη την αλήθεια και όχι τα κοτσομπολιά και τις κακοήθειες.

"Μου έστειλε η γυναίκα του Δημήτρη ενα δέμα."

"Εκτός απο κατάρες, τώρα στέλνετε και δωράκια;"

"Εσύ θα μου πείς. Δικό σου αφεντικό είναι."

Η σιωπή αυτή την φορά ήταν εκκωφαντική. Ο Μάνος ήξερε πως η Έρις είχε εκλάβει την απόφαση του να δουλέψει με την γύναικα του Καθηγητή σαν μια μικρή προδοσία. Η αλήθεια είναι ότι ο Μάνος έβαλε την φιλοδοξία του πάνω απο την φιλία τους και δεν σκέφτηκε το αποτέλεσμα της πράξης του το οποίο ήταν καταστροφικό. Η Έρις σταμάτησε να τον εμπιστέυεται. Τον έκλεισε απέξω, όπως έκανε και με όλους και έφυγε μακριά.

"Ξέρεις ότι δεν θα μου το έλεγε ποτέ. Έτσι και αλλιώς, νομίζει πως δεν μιλάμε πια."

" Και έτσι θα έπρεπε να είναι Μάνο. Έχει χάρη που ακόμα σε αγαπώ, έστω και αν δεν σε συμπαθώ ιδιαίτερα."

Την μέρα που του είχε ανακοινώσει ότι ήταν ερωτεμέυνη με τον Καθηγητή της Φιλοσοφίας,τον γνωστό Δημήτρη Αλεξίου,ο Μάνος της είχε πεί ότι κάνει μέγαλο λάθος. Μπόρει, της είχε πεί, να ειναι εν διαστάση, αλλά η γυναίκα του δεν θα τον άφηνε έτσι ήσυχο. Είναι κάπως παλαβή, αν και εξαιρετική Ιστορικός, την είχε ενημερώσει.

"Σε παρακαλώ, Έριδα, μην ξύνεις παλιές πληγές."

Δεν θέλησε να δώσει σημασία στα τελευταία του λόγια. Ήθελε να του πει και τα υπόλοιπα και να κλείσει. Την κούραζαν τα τήλεφωνα.

"Ήταν γεμάτο με σημειωματάρια. Μάλλον τα ημερολόγια του. Δεν τα άνοιξα, μόναχα ενα για να δω τι λέει. Στο γράμμα που είχε μέσα εκτός απο τους θερμούς χαιρετισμούς της μου είπε οτι κουράστηκε να κούβαλαει το βάρος και θέλει τώρα να το πάρω εγώ."

"Παντρέυεται έναν αναπληρωματικό Καθηγητή Ιστορίας. Ο γάμος είναι προγραμματισμένος για την επόμενη εβδομάδα."

Σιωπή. Εισπνοή και εκπνοή.

"Θα έρθω στην Αθήνα. Να της πείς ότι θέλω να την δω. Δεν πρέπει η νύφη να εξομολογείτε πριν το μυστήριο; Ε, λοίπον, θα μου τα πεί όλα."

Πρίν προλάβει να της απαντήσει έκεινη έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να της πεί τίποτα. Θα προσπαθούσε να της αλλάξει άποψη και ίσως να τα κατάφερνε.

Δέκα χρόνια πρίν άφησε τα πάντα πίσω της για να μπορέσει να ξεχάσει. Τώρα ήρθε η ώρα να γυρίσει πίσω.

Λιγο πριν το τελοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora