Η γιαγιά πήγε να ανοίξει την πόρτα.Ο Ντέιβ την παρακολουθούσε σιωπηλά.Άπλωσε το χέρι της και γύρισε το πόμολο.
Άνοιξε σιγά σιγά.
Στην πόρτα στεκόταν ένας ψηλός,γεροδεμένος και μαυροντυμένος άντρας.
'Ήρθε η ώρα.'ψιθύρισε.
Η γιαγιά με ένα πονεμένο βλέμμα μπήκε στην κουζίνα,σήκωσε τον Ντέιβ και του είπε πως πρέπει να παει πάνω στο δωμάτιό του και να φτιάξει την βαλίτσα του.
'Μα γιαγιά,δεν καταλαβαίνω!Τι γίνεται εδώ;Τι ώρα ηρθε;'
Η γιαγιά δεν του απάντησε αλλά αντίθετος του είπε επιτακτικά να ετοιμάσει την βαλίτσα του.
'Γρήγορα,γρήγορα!!!!'φώναζε η γιαγιά του μόλις ετοίμασε τη βαλίτσα του.
Κατέβηκε τα σκαλιά γρήγορα και ρώτησε'Πού πάμε;;;'
'Δεν πάμε,πας.Το πού θα στο πουν οι κύριοι:ένας εδώ και ένας στα 3 Θεστ απέξω.'απαντησε η γιαγιά.
'Στα τι;;;Δεν καταλαβαίνω!ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΩ!!!'φώναξε προσπαθώντας να αποβάλει τον φόβο που τον είχε κυριέψει
'Μην φωνάζεις.Καταλαβαίνω πως νοιώθεις και ξέρω πως πρεπει να σου δωθούν εξηγήσεις αλλά όχι από εμένα και όχι τώρα.Κάνε λίγο υπομονή και θα τα μάθεις όλα.'
Βγήκε από το σπίτι.Στην άλλη μεριά του κήπου βρισκόταν 3 φτερωτά πλάσματα.Τρομαγμένος ο Ντέιβιντ άρχισε να πισωπατεί αλλά ο μαυροντυμένος άντρας τον έσπρωξε μπροστά.'Τι είναι αυτα;;;Δεν θέλω να πάω!'
'Μην φοβάσαι,δεν θα σου κάνουν κακό.Αυτά είναι τα Θεστ.Αυτά θα μας πάνε στο κάστρο.