Πρόλογος

629 61 12
                                    

Ήταν νύχτα. Ο δυνατός ήχος τρεχαλητών ήταν ο μόνος που έσπαγε τη μονοτονία της σιωπής που προσέφερε το βράδυ. Ακόμα και τα τζιτζίκια είχαν πάψει να τραγουδούν, πράγμα σπάνιο για την αρχή της άνοιξης, ήταν λες και η φύση είχε αποφασίσει να αρχίσει να αργοπεθαίνει μαζί του. Καλά, εκείνος δεν αργοπέθαινε ακριβώς, απλά υπέφερε. Πονούσε, πονούσε πολύ και δεν ήξερε πόσο ακόμα θα άντεχε να νιώθει αυτό το φρικιαστικό κρακ που έκανε η καρδιά του κάθε φορά που η σκέψη του ταξίδευε σε εκείνη.

Ήταν είκοσι χρονών, πάνω κάτω, και ήδη έτρεχε με μόνο σκοπό να δραπετεύσει από την καρδιά του και από τη μορφή της που είχε απομνημονευθεί από όλο του το είναι. Το κυνηγητό έλαβε τέλος όταν έφτασε στο δεντρόσπιτο που είχε χτίσει με τον αδερφό του και τον πατέρα του, πριν όλα γίνουν σκατά και η μητέρα του αποφασίσει να διώξει τον σύζυγο της από το σπίτι. Εκείνο το μικρό ξύλινο σπιτάκι ήταν το μόνο καταφύγιο που είχε γνωρίσει, το μόνο μέρος στο οποίο θα μπορούσε να μετριάσει τον πόνο της ραγισμένης του καρδιάς, έστω και στο ελάχιστο. Ήταν τρομοκρατημένος καθώς ανέλυε τις επιλογές του. Είτε θα παρέδιδε ένα αναντικατάστατο κομμάτι του μυαλού του και θα την ξεχνούσε για πάντα, πράγμα που φάνταζε αδύνατο, είτε έχανε ένα εξίσου σημαντικό κομμάτι της καρδιάς του προσπαθώντας να επισκευάσει την πονεμένη του ψυχή. Την είχε γαμήσει τελείως. Έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του για να κλάψει, όμως σύντομα κατάλαβε πως είχε αφυδατωθεί και οργανισμός του αρνούταν να χαραμίσει άλλο υγρό σε δάκρια. Έτσι, άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στον χώρο, μέχρι που εκείνο γαντζώθηκε στο ξύλινο ταβάνι και συνέχισε να το κοιτάζει, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι εκεί βρίσκονταν χαραγμένες όλες οι απαντήσεις που ασταμάτητα αναζητούσε να βρει για να δικαιολογήσει τις πράξεις εκείνης. "Βοήθεια, παρακαλώ," ήταν οι τελευταίες λέξεις που κατάφερε να αρθρώσει ψιθυριστά πριν η μαυρίλα της θλίψης του τον παρασύρει μακριά από το μυαλό του και τον αναγκάσει να σκεφτεί εκείνη. Ίσως τα λόγια του να απευθύνονταν σε κάποια επουράνια δύναμη, όμως ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μην αναγνωρίζει την ύπαρξη κάποιου Θεού. Πώς το ξέρω? Απλό.

Αυτό το νεαρό αγόρι ήμουν εγώ. Το παραδέχομαι, ήμουν λυπημένος γενικότερα –λύπη ήταν το μεσαίο μου όνομα. Εντάξει, όχι ακριβώς, το μεσαίο μου όνομα ήταν Τζέικομπ, αλλά και πάλι. Πίσω στο θέμα. Ήμουν λυπημένος γενικά, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωθα χαμένος. Ίσως και να ήμουν, ίσως ποτέ να μην μάθω. Πάντως ήξερα ότι είχα σπάσει. Ήμουν σε κομμάτια, ήμουν θρύψαλα. Η καρδιά μου, η ψυχή μου ήταν θρύψαλα. Ήξερα ότι με κατέστρεψε, αργά και βασανιστικά. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσα μαζί της ήταν θανατηφόρο για μένα. Με κατέστρεφε, με σκότωνε, και δεν το είχα καν αντιληφθεί. Αυτό μονάχα έκανε. Αυτό μονάχα ήξερε να κάνει.

Ζούσα τις πιο υπέροχες στιγμές της ζωής μου, μόνο και μόνο για να μου τις πάρει μακριά, λες και το γεγονός ότι εκείνη πρωταγωνιστούσε σε αυτές της έδινε το δικαίωμα να με αναγκάσει να επιστρέψω στο μίζερο αγόρι που ήμουν πριν την γνωρίσω. Ξερίζωσε την καρδιά μου από το στήθος μου, την κούνησε κοροϊδευτικά μπροστά στη μούρη μου με ένα σατανικό χαμόγελο για να μου δείξει ότι εκείνη είχε το πάνω χέρι και ύστερα –αντί να την επιστρέψει όπως θα έπρεπε- την διέλυσε κάτω από τη σόλα της μαύρης μπότας της, και με άφησε μόνο να προσπαθώ να συλλέξω τα κομμάτια και να τα βάλω στη σωστή θέση ώστε να σχηματιστεί αυτό το ζωτικό όργανο ξανά.

Γνώριζα πως είναι μπελάς από την πρώτη στιγμή που την είδα, στην μπυραρία. Έπρεπε να ξέρω καλύτερα και να προνοήσω τη ζημιά που θα μου έκανε, αλλά, αντίθετα, εγώ επέλεξα να την ερωτευτώ για την ψυχή της, όχι για την ομορφιά της ή για τα βαμμένα μοβ μαλλιά της. Έπρεπε να είχα προνοήσει ότι ήταν ο διάβολος παγιδευμένος στο σώμα μιας πανέμορφης, μοναδικής κοπέλας. Έπρεπε να είχα προνοήσει ότι ήταν ένα άψυχο τέρας που ρουφούσε τη ζωή από τους ανθρώπους, μέχρι να μείνει μόνο το άδειο κέλυφος του δέρματος. Και το όνομά της; Γκρέις. Η μεγαλύτερη ειρωνεία, εφόσον το μόνο που μου προσέφερε απλόχερα ήταν πόνος και θλίψη. Για τα υπόλοιπα ζητούσε αντάλλαγμα πάντα.

Αλλά επίτρεψε μου να πάρω τα πράγματα από την αρχή, να μιλήσω για την ημέρα που την πρωτογνώρισα, και μετά να διηγηθώ το πώς με κατέστρεψε και απαίτησε να επισκευάσω τον εαυτό μου μόνος μου.



Πρόλογος, γιεε. Δεν γνωρίζω ακριβώς πότε θα ανέβει το πρώτο κεφάλαιο, στο οποίο θα αρχίζει και η ιστορία, λόγω εξετάσεων, όμως θα προσπαθήσω να το ανεβάσω όσο πιο σύντομα γίνεται.


GraceWhere stories live. Discover now