Η φανταστική βεράντα της Αλίκης

70 5 9
                                    

Η Αλίκη ίσως και να παραπονιόταν καμμιά φορά για τη ζωή της αλλά της περνούσε γρήγορα γιατί ήξερε ότι πρέπει να είναι ευγνώμων για αυτά που έχει.
Δεν της έλειπε αλήθεια κάτι. Ήταν υγειής, πανέξυπνη, χαριτωμένη, με υπέροχους γονείς και αληθινούς φίλους.
Τί την κρατούσε τότε ξύπνια τα βράδια; Γιατί είχε ένα κόμπο στο στομάχι της και γιατί καμμιά φορά τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα;
Ίσως φταίει το πόλυμήχανο, ασταμάτητο μυαλό της που ήταν πάντοτε γεμάτο περίπλοκες σκέψεις. Η Αλίκη αναρωτιόταν γιατί ήταν ακούραστος αυτός ο εγκέφαλος. Τόσες ώρες ξύπνιος, να εργάζεται συνεχώς, ξεφεύγοντας και ξαναγυρνώντας. Η Αλίκη τα βράδια καθώς άλλαζε πλευρό με κατακόκκινα μάτια, περιπλανιόταν σε κόσμους ψεύτικους και μακρινούς που είχε η ίδια δημιουργήσει και που αισθανόταν ασφάλεια. Στη μέση της νύχτας κρατούσε μόνη της συντροφιά στον εαυτό της.
Εκείνες τις λιγοστές φορές που την έπαιρνε ο ύπνος τα όνειρα της ήταν μουντά και γεματά αγαπημένα πρόσωπα που ποτέ δεν την πλησίαζαν. Τελικά ξυπνούσε και συνέχιζε εκείνο το παιχνίδι που τόσο μισούσε. Η Αλίκη ένιωθε ότι πνιγόταν από την έλλειψη λίγων ωρών ευχάριστης ηρεμίας.
Τα τελευταία βράδια τα είχε περάσει φιλοσοφώντας και πίστευε ότι είχε φτάσει στη πηγή του προβλήματος. Οι κόσμοι που ζούσαν στο μυαλό της δεν την άφηναν να κοιμηθεί αλλά την κρατούσαν ξύπνια σε μια συνεχή προσπάθεια να συνεχίσει τις περιπέτειες που ζούσε σε αυτούς.
Η Αλίκη ήξερε από που προερχόταν αυτή η συνήθεια. Είχε δημιουργηθεί από την ανάγκη να έχει και εκείνη τη δικιά της ιστορία. Γιατί αλήθεια η πραγματική της ζωή δεν είχε κάτι το αξιοσημείωτο. Κάτι που θα μιλούσε με πάθος στους φίλους της. Το μόνο λοιπόν που της έμενε να κάνει ήταν να είναι μέσα στα γεγονότα των κόσμων της.
Το "αστείο" στην όλη υπόθεση ήταν ότι αν και η Αλίκη σιχαινόταν τη μονοτονία της νύχτας και καταργιόταν εαυτό της για τις τόσες χαμένες ώρες, δεν έκανε τίποτα για να αξιοποιήσει το χρόνο της. Περίμενε μόνο το ξημέρωμα, προσκολλημένη στο κρεβάτι της διαθέτοντας όλες τις δυνάμεις στην ελπίδα ότι θα την πάρει τελικά ο ύπνος.
Για αυτό και ήταν τόσο ξεχωριστή εκείνη η νύχτα που αποφάσισε να βγει έξω. Να ξεπορτίσει στη μικρή βεράντα της για την οποία πάντα αδιαφορούσε.

Ήταν παράξενη εκείνη η νύχτα. Η Αλίκη ένιωθε να υπάρχει μια δροσιά στο δωμάτιο. Ακουγόταν ένα απαλό θρόισμα. Η κοπέλα δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι η κουρτίνα λικνιζόταν απαλά. Η Αλίκη όμως αισθανόταν μια ανεξήγητη αίσθηση γαλήνης μέσα της. Δεν αισθανόταν κανένα φόβο αλλά τη διέρρεε αποφασιστικότητα και γνώριζε τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Το παράθυρο την καλούσε να το πλησιάσει.
Η Αλίκη για πρώτη φορά μετά από αναρίθμητες άυπνες νύχτες σηκώθηκε από το κρεβάτι της, πλησίασε το παράθυρο και τράβηξε τη βαριά γκρίζα κουρτίνα που της έκρυβε τη θέα της βεράντας. Ένα ζεστό, δυνατό φως τη τύφλωσε. Η κοπέλα κάλυψε τα μάτια της κάνωντας βήματα μπροστά. Δεν υπήρχαν κλειστά παντζούρια. Τα τζάμια ήταν μισάνοιχτα. Καθώς τα μάτια της συνήθισαν στο φως η Αλίκη χωρίς να αισθάνεται τρόμο ή αγωνία, με μια δυνατή κίνηση άνοιξε διάπλατα τα τζάμια και βρέθηκε στο χώρο της βεράντας.
Το θέαμα της έκοψε την ανάσα. Η άλλοτε μικροσκοπική, κλειστή, με ψηλό τοίχο βεράντα είχε μεταμορφωθεί. Είχε πλέον το μέγεθος αυλής ενώ έστριβε και στη γωνία που η Αλίκη θυμόταν ότι μέχρι εκείνη τη νύχτα συνόρευε με μια κακόγουστη ψηλή πολυκατοικία.
Τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Μια οροφή κάλυπτε τη μισή βεράντα από την οποία κρέμονταν χρυσά αστέρια ενώ όλο το φως προέρχοταν από τα χιλιάδες φωτάκια που στόλιζαν τα κάγκελα και τους τοίχους.
Η Αλίκη κοίταξε δεξιά της όπου βρισκόταν ένα μικρό μπαρ και πίσω του, ένα έφηβο αγόρι. Η κοπέλα δεν ένιωσε καμμία απειλή ούτε έτριψε τα μάτια της με έκπληξη. Όλα της φαίνονταν φυσικά. Μετά από τόσες αλλαγές και όμως ένιωθε ότι όλα βρίσκονταν στη θέση τους.
Το αγόρι κοιτούσε την Αλίκη. Ήταν μελαχρινός, με ατιμέλητα μαλλιά που πετούσαν χαριτωμένα και με μεγάλα εκφραστικά μάτια. Η παρουσία του προκαλούσε ένα αίσθημα γαλήνης και ασφάλειας στην κοπέλα. Ήξερε ότι βρισκόταν εκεί ως φίλος.
Γύρισε το βλέμμα της για να εξερευνήσει και την υπόλοιπη βεράντα στρίβοντας στη γωνία που μέχρι εκείνο το βράδυ δεν υπήρχε.
Βρέθηκε σε έναν άλλο κόσμο. Δεν υπήρχαν φωτάκια στα κοντά, μαύρα, περίτεχνα κάγκελα. Μπροστά στην Αλίκη απλωνόταν μια ολόκληρη πολιτεία. Πολυκατοικίες που ξεχώριζαν, μικρά σπιτάκια που μόλις φαίνονταν, το άνοιγμα μιας σκοτεινής πλατείας, κινούμενα φωτάκια που σήμαναν αυτοκίνητα και από πίσω μια απέραντη κατάμαυρη θάλασσα. Η κοπέλα έστρεψε το βλέμμα της ψηλά. Αυτό που είδε της προκάλεσε ένα περίεργο συναίσθημα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πάνω στον καθαρότατο έναστρο ουρανό η Αλίκη έβλεπε ξεκάθαρα έναν ολόκληρο πλανήτη σαν να έβλεπε το φεγγάρι σε πανσέληνο. Ο πλανήτης όμως ήταν γνωστός. Η Αλίκη με μια αίσθηση ζαλάδας συνειδητοποίησε ότι κοιτούσε τη Γη. Το θέαμα την είχε συνεπάρει. Είχε στηριχτεί στα κάγκελα έχοντας χαθεί στα αχνά φώτα της πόλης και στη μυστηριακή τρομαχτική ομορφιά του πλανήτη απέναντι της.
Την ονειροπόληση της διέκοψαν δυνατά γέλια. Γέλια πολλών ανθρώπων. Γυρνώντας την πλάτη της στην εξωπραγματική θέα ανακάλυψε ότι τα γέλια προέρχονταν από ένα μικρό παραθυράκι στον τοίχο. Πλησίασε για να ακούσει κολλώντας το πρόσωπο της στον τοίχο μιας και το παραθυράκι ήταν πολύ ψηλά για το φτάσει.
Τι παράξενο! Τώρα ακούγονταν και κάποιες άλλες φωνές. Θυμωμένες, χαρούμενες και ξαφνικά θερμά χειροκροτήματα. Η Αλίκη έπρεπε να μάθει πού έβλεπε το παραθυράκι. Έστριψε προς το σημείο που είχε έρθει. Ακριβώς δίπλα στο μπαρ βρήκε μια σκάλα να στηρίζεται στον τοίχο. Άραγε υπήρχε εκεί από πριν;
Όρμηξε για να την πάρει. Την τελευταία στιγμή όμως κοντοστάθηκε και κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας το αγόρι του μπαρ που στο μεταξύ δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του. Εκείνος της χαμογέλασε θερμά κάνοντας της νόημα να προχωρήσει. Χαρούμενη η Αλίκη σήκωσε τη σκάλα και...έπεσε παταγωδώς στο πάτωμα μιας και ήταν ιδιαίτερα βαριά για εκείνη.
Κατσουφιασμένη, αλλά χαρούμενη που δεν είχε χτυπήσει, η Αλίκη σύρθηκε κάτω από τη σκάλα και σηκώθηκε όρθια. Νιώθοντας κίνηση πίσω της, γύρισε και παρατήρησε με ευχάριστη έκπληξη ότι το αγόρι είχε φύγει από το μπαρ για μα τη βοηθήσει. Μαζί τη μετέφεραν μέχρι το παράθυρο. Η Αλίκη έκανε ενθουσιασμένη να τον ευχαριστήσει, όμως εκείνος είχε ήδη ξεκινήσει για τη γνωστή του θέση. Η κοπέλα σκέφτηκε πως θα τον ευχαριστούσε αργότερα και ανέβηκε πάνω στη σκάλα.
Αντίκρισε μπροστά της μια τεράστια ξύλινη σκηνή γεμάτη με έπιπλα-αντίκες και πέντε ανθρώπους ντυμένους με ρούχα εποχής. Βαριά μπορντό φορέματα και κόκκινες στολές με μαύρους μανδύες. Η Αλίκη μαγεμένη δεν πρόσεχε τα λόγια τους και τινάχτηκε όταν ξαφνικά το κοινό ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Η Αλίκη γέλασε και εκείνη. Τι υπέροχο να ξέρει ότι δεν είναι μόνη της εκείνες τις άγρυπνες νύχτες!
Κατέβηκε με προσοχή τις σκάλες. Τι άλλο να έκρυβε η φανταστική της βεράντα;
Για ακόμη μια φορά μαγνητίστηκε από τη θέα του μπαλκονιού όμως ανάγκασε τον εαυτό της να γυρίσει κεφάλι και να προχωρήσει. Η νύχτα δεν θα κρατούσε για πάντα...
Στο τέλος του διαδρόμου, μεταξύ του τοίχου με το παραθυράκι και των κάγκελων υπήρχε ένα σπιτάκι. Η Αλίκη πλησίασε περίεργη. Ήταν ξύλινο με μια μικρή πορτούλα και μια κεραμιδένια σκεπή. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι για να κοιτάξει το εσωτερικό του. Ολόκληρο το πάτωμα ήταν καλυμμένο με χοντρά μαξιλάρια και πολύχρωμα καλύμματα. Η Αλίκη πήδηξε μέσα και προσγειώθηκε στα μαλακά. Ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Την τύλιξε η σιωπή και η γαλήνη. Λίγο ακόμα και θα την έπαιρνε ο ύπνος...
Ένιωσε τα μαξιλάρια να κινούνται και άνοιξε τα μάτια της απότομα. Το αγόρι της βεράντας την είχε προσπεράσει και είχε γονατίσει μπροστά σε ένα μικροσκοπικό παραθυράκι που υπήρχε. Άνοιξε τα σκονισμένα κατακόκκινα παντζούρια και κοίταξε έξω. Η Αλίκη με μια ελαφριά δυσκολία σηκώθηκε και σύρθηκε δίπλα του. Εκείνος δεν την κοίταξε αλλά της έκανε χώρο. Βγάζοντας το κεφάλι της έξω η κοπέλα χάθηκε σε μια έναστρη άβυσσο. Με φόβο άπλωσε το χέρι της. Δεν άγγιζε τίποτα. Ένα απέραντο κενό.
-Τι είναι εδώ; ρώτησε.
-Το σπίτι μου, της απάντησε ο άλλος απλά.
-Και...αυτό; συνέχισε η Αλίκη δείχνοντας με δέος την άβυσσο μπροστά τους.
-Εκεί που βρίσκεσαι τις άγρυπνες νύχτες σου, της είπε εκείνος αινιγματικά.
Υπήρξε μια παύση μεταξύ τους. Η Αλίκη τώρα αναγνώριζε το κενό. Έκλεισε τα παντζούρια με δυσφορία. Δεν ήθελε να ξαναβρεθεί εκεί.
Γύρισε να κοιτάξει τον άγνωστο που αισθανόταν σαν παλιό φίλο.
-Εδώ μένεις αλήθεια; ρώτησε παραξενεμένη.
-Ναι.
-Δεν φεύγεις ποτέ από τη βεράντα;
-Όχι.
Της απαντούσε μονολεκτικά όμως δεν έβγαζε αδιαφορία ή ψυχρότητα. Ήταν απλά λακωνικός.
-Δηλαδή πάντα όλες εκείνες τις νύχτες που κοιμόμουν και τις άλλες ήσουν εδώ; τον ρώτησε με αγωνία.
-Φυσικά. Πάντα.
-Και γιατί δεν με βοήθησες; ψυθίρισε κατσουφιασμένη.
-Δεν μπορούσα. Επρεπε να έρθεις εσύ στη βεράντα σου, της απάντησε με θλιμμένη φωνή χαμογελώντας απαλά.
Η Αλίκη αισθάνθηκε καλύτερα. Έπρεπε εκείνη να το πάρει απόφαση να βρει έναν κόσμο σαν τη φανταστική βεράντα.
Σαν να ήταν συνεννοημένοι βγήκαν και οι δύο έξω από το σπιτάκι και έστρεψαν προς τη μπαλκονόπορτα. Η Αλίκη κοίταξε για μια τελευταία φορά πέρα από το μπαλκόνι και αφέθηκε στις δυνατές φωνές των ηθοποιών που ακόμα ακούγονταν. Ο ουρανός είχε αρχίσει να ξεθωριάζει και ο πλανήτης πλέον αχνοφαινόταν. Η Αλίκη ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να αποχαιρετήσει τη βεράντα.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια με το αγόρι.
-Άμα χρειαστεί...μπορώ να ξαναέρθω; ρώτησε η κοπέλα με μια νότα μελαγχολίας.
-Φυσικά, η βεράντα είναι δικιά σου, της χαμογέλασε θερμά.
Η Αλίκη έβαλε τα χέρια πάνω στα τζάμια και τα άνοιξε. Καθώς ξανατυφλωνόταν από ένα δυνατό φως άκουσε το αγόρι να της φωνάζει.
-Όλα θα πάνε καλά!
Ξυπνώντας από το όνειρο η Αλίκη συμφώνησε. Είχε τον φύλακα άγγελο της. Και είχε πάρει την απόφαση να φτιάξει τον κόσμο σαν τη μαγική βεράντα της. Όλα θα πήγαιναν καλά.
{Τέλος}

Γεια σας! Για όλους του άυπνους...όλα θα πάνε καλά στο τέλος :)
Ψηφίστε σας παρακαλώ και σχολιάστε είναι πολύ σημαντικό για μένα!
Θα σας ενδιέφεραν άλλες παρόμοιες ιστορίες; Η ιστορία θα δηλωθεί ως one shot εναλλακτικά.
-Argi

Η φανταστική βεράντα της ΑλίκηςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant