@Hamelin II

33 22 2
                                    


Όλα τα αστέρια είχαν κρυφτεί εκείνη την νύχτα. Ένα παράξενο, γαλάζιο φεγγάρι φαινότανε κάποιες στιγμές μοναχά, φωτίζοντας τα παιδικά πρόσωπα, που προέλαυναν στο ημίφως. Ένας παράξενος στρατός από πυτζάμες, νυχτικά, στραβοπατημένες παντόφλες και κουκλάκια που σέρνονταν στο χώμα. Η παράξενη μουσική ξεμάκραινε ολοένα και περισσότερο από την πόλη, έσβηνε μέσα στα όνειρα τους, ξεθώριαζε στην μνήμη. Ανθρώπινο αυτί δεν την είχε ξανακούσει . Τα ζώα έστεκαν στην άκρη να περάσει ο παράξενος άνθρωπος με την ακολουθία του. Περπάτησαν όλη τη νύχτα, δίχως σταματημό.

Σαν πήρε να ξημερώνει, ο παράξενος άντρας στάθηκε μπροστά σε μια σπηλιά και άλλαξε την μελωδία. Τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να μπαίνουν μέσα στην σπηλιά. Κουλουριάστηκαν το ένα δίπλα στο άλλο και αποκοιμήθηκαν. Όταν σιγουρεύτηκε πως και το τελευταίο ταξίδευε προς την χώρα όπου όλα είναι δυνατά, κατέβασε το φλάουτο και κοίταξε τον ορίζοντα. Το λυκαυγές άρχισε να σκίζει τον ουρανό. Θα νόμιζε κανείς πως ερχόταν καταπάνω του. Σαν τον έφτασε, έκλεισε τα μάτια και άφησε το φλάουτο να πέσει στο χώμα. Το λυκαυγές τον διαπέρασε. Τα γόνατά του λύγισαν και σωριάστηκε στην είσοδο της σπηλιάς.

Πέρασε το πρωινό, πέρασε και το μεσημέρι. Ήρθε το απόγευμα και ο μάγος δεν κινήθηκε σπιθαμή. Τα ζώα, που πλησίαζαν διστακτικά μόλις τον οσφρίζονταν απομακρύνονταν. Εξαφανίζονταν και μετά από λίγο επέστρεφαν με κάποιο φρούτο το καθένα. Το άφηναν μπροστά του και εξαφανίζονταν. Ο ήλιος έδυσε και παιδικές φωνές άρχισαν να ακούγονται. Σύντομα μαζεύτηκαν γύρω του μασουλώντας τα φρούτα. Ένας γεματούλης κοκκινοτρίχης στάθηκε πάνω από το κεφάλι του τρώγοντας ένα ζουμερό αχλάδι. Πλιτς, πλιτς έσταξε το αχλάδι πάνω του. Με τα μάτια κλειστά, ο μάγος έψαξε το φλάουτο, το έπιασε, το έσφιξε στο χέρι του και σηκώθηκε. Τα παιδιά στεκόταν γύρω του, τρώγοντας τα φρούτα τους σιωπηλά.

Το φεγγάρι φώτισε το πρόσωπό του και το αχλάδι έπεσε από τα χέρια του μικρού και κύλησε στα πόδια του. Κανένα από τα παιδιά δεν μίλησε. Ούτε ένα δεν κινήθηκε από την θέση του. Δίχως να πει λέξη, μάζεψε το σακκίδιό του, το έβαλε στον ώμο του και ξεκίνησε να παίζει ξανά μέσα στην νύχτα. Προσπέρασε τα παιδιά, που για ακόμα ένα βράδυ τον ακολούθησαν μέσα στην νύχτα. Πλέον δεν βάδιζαν πάνω σε δρόμους. Κανένα τους δεν ήξερε πού πηγαίνουν. Όλα όμως ήθελαν να φτάσουν στην χώρα εκείνη που δεν υπήρχαν σχολεία, στο μέρος εκείνο που όλα ήταν δυνατά.

Βάδιζαν όλη τη νύχτα και σαν άρχισε να ξημερώνει ένα παιδί στάθηκε για λίγο και κοίταξε πίσω. Μα δεν φαινόταν τίποτε. Μόνο μια κραυγή από μακριά. Φωνές, φασαρία, κακό μεγάλο. Σε μία σπηλιά είχαν βρεθεί οι κούκλες των παιδιών, οι παντοφλίτσες τους και ένα μισοφαγωμένο αχλάδι. Τίποτε άλλο. Μαζεύτηκε όλο το χωριό αλλά κανένας τους δεν άκουσε την μελωδία, που χανότανε με τα παιδιά τους μέσα στο δάσος καθώς ξημέρωνε.

Μία πόλη όπου όλα ήταν δυνατά. Μία πόλη χωρίς ρολόγια, δίχως δασκάλους, χωρίς τιμωρίες. Μία πόλη, που όλα ήταν παιχνίδι, για πάντα. Έλυσε τα μαλλιά της και άφησε τις κορδέλες προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές. Τα υπόλοιπα παιδιά ξεμάκραιναν μπροστά της. Άρχισε να τρέχει, τους έφτασε και χάθηκε μαζί τους στο δάσος. Το λυκαυγές τους πρόλαβε στο ξέφωτο να κοιμούνται όλοι σε μία παράξενη σπείρα. Ο μάγος στο κέντρο και τα παιδιά γύρω του. Το φλάουτο άστραφτε στην γη κάτω από τον πρωινό ήλιο. Η πρωινή δροσιά πάνω του θόλωνε τον αντικατοπτρισμό της παράξενης πολιτείας.

- Μαμμμμ... είπε ένας μελαχρινούλης λασπωμένος την στιγμή που ένα μαμούνι περπατούσε από το μάγουλο στην μύτη του. Το έδιωξε με το χεράκι του μέσα στο όνειρό του και γύρισε στο πλάι χώνοντας το προσωπάκι του στην πλάτη του διπλανού του.

Μια πόλη που δεν σου λένε όχι ποτέ. Κάπως έτσι δεν είναι ο παράδεισος;

Once upon a time @Hamelinحيث تعيش القصص. اكتشف الآن