Σεχραζάτ

31 21 1
                                    


Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μέρος, αμέτρητες μέρες μα και νύχτες μακριά, όπου τα πάντα είναι φωτεινά και κάθε νύχτα έχει πανσέληνο, ζούσε μία κοπέλα. Κανένας δεν θυμάται τώρα πια να πει με σιγουριά αν ήτανε όμορφη ή άσχημη και από πούθε κρατούσε η σκούφια της. Το μόνο, που θυμούνται, είναι πως την ελέγαν Σεχραζάτ και όπου στεκόταν έλεγε ιστορίες.

Μία μέρα στην αγορά, ανάμεσα σε πολύχρωμα χαλιά και παράξενα μυρωδικά την ώρα που μιλούσε με τους περαστικούς, λέγοντας ακόμα μία ιστορία, πέρασε ο βασιλιάς.

- Εσύ θα γενείς δικιά μου. Εσύ και όλες σου οι ιστορίες. 1000+1 νύχτες θα μου τις λες στο προσκεφάλι μέχρι να αποκοιμηθώ. Ειδάλλως, θα πεθάνεις. Αν βαρεθώ πριν συμπληρωθούν 1000+1 πανσέληνοι, πάλι θα πεθάνεις. Ακολούθα με.

Και η Σεχραζάτ τον ακολούθησε στο παλάτι, εκεί όπου άλλος από την γενιά της, δεν είχε μπει ποτέ. Την ημέρα ο βασιλιάς κανόνιζε τα του βασιλείου, ξέρετε. Με ποιον θα κάνει πόλεμο, ποιον θα αποκεφαλίσει, ποιο είναι το πιο διαλεχτό κυνήγι για το δείπνο στην μεγάλη σάλα. Όλα αυτά τα σπουδαία, που κάνουνε οι βασιλείς με την βαριά, στολισμένη με πολύτιμα πετράδια, κορώνα στο κεφάλι τους. Και η Σεχραζάτ γυρνούσε στο παλάτι.

Σαν νύχτωνε ο βασιλιάς την φώναζε στην κάμαρη του.

-Πες μου μία ιστορία για να αποκοιμηθώ. Πες μου για μέρη όπου δεν έχω πολεμήσει και τις γυναίκες, που δεν γνώρισα ακόμη. Πες μου για τα μέρη, που βρέχει και για τις νύχτες, που δεν έχει πανσέληνο. Πες μου για τα μέρη, που λένε πως γερνούν οι άνθρωποι, που δεν υπάρχουν βασιλιάδες πια. Πρόσεχε μόνο μην με συναντήσεις ποτέ εκεί. Γιατί θα πεθάνεις. Όποια πανσέληνο και να έχουμε.


Η Σεχραζάτ χαμήλωνε τα μάτια της και ξεκινούσε....

- Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δωσ' της κλώτσο να γυρίσει, όσα θα βρει και ό,τι αγάπησε ν' αφήσει...

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μία πολιτεία, τρία όνειρα και μία ευχή νότια του ακρωτηρίου της Ελπίδας. Οι άνθρωποι ήταν χαμογελαστοί και κάθε μέρα ήτανε γιορτή. Τα παιδιά έπαιζαν στις αυλές και οι γυναίκες συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε ομορφιά. Παντού ακούγονταν τραγούδια και όλοι ζούσαν καλά και κανείς αλλού καλύτερα. Μια νύχτα ένας παράξενος θόρυβος απλώθηκε απ' άκρη σ' άκρη στην πόλη. Χριτσι, χρίτσι κάθε τρύπα, κάθε γωνιά, κάθε δρομάκι αντηχούσε αυτόν τον παράξενο θόρυβο.

Once upon a time @HamelinOù les histoires vivent. Découvrez maintenant