Ο πατέρας μου ήταν ακομα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του γιατί η μαμά δεν ήθελε να κουράζεται. Ανέβηκα να τον δω προσπαθώντας να πνίξω τον φόβο μέσα μου. Σίγουρα θα είχε ακούσει τις σειρήνες αλλά εγώ δεν ήξερα αν έπρεπε να του πω για το ξενοδοχείο. Μπήκα μέσα και μόλις με είδε με φώναξε κοντά του και με πήρε αγκαλία. «Μη στεναχωρίεσαι κοριτσάκι μου, όλα θα πάνε καλά, ο μπαμπάς είναι εδώ», μου είπε λες και ήξερε ακριβώς τι σκεφτόμουν και με φίλησε στο μέτωπο. Λίγα λεπτά αργότερα μπήκε η μαμά στο δωμάτιο και του έφερε λίγη σούπα και μου έκανε νόημα να παω κάτω στο σαλόνι. Η γιαγία είχε φύγει και εγώ καθόμουν κοιτώντας το λιγοστό φως που έμπαινε από τα ερμητικά κλειστά παντζούρια. Αν δεν έβλεπα και αυτό θα νόμιζα πως ήταν βράδυ. Η μαμά κατέβηκε και κάθησε μαζί μου στον καναπέ. Από την τσέπη της έβγαλε δύο κομποσχοίνια και έδωσε το ένα σε μένα. «Προσευχήσου να πάνε όλα καλά και κυρίως προσευχήσου να μην πάθει τίποτα ο αδερφός σου» , μου είπε με αυστηρό ύφος αλλά δεν την παρεξήγησα γιατί ήξερα πως φοβόταν και εκείνη πολύ. Ξεκίνησα αμέσως να προσεύχομαι απο μέσα μου και να παρακαλάω τον Θεό να έρθει σώος ο αδερφός μου. Πίστευα βαθία στο Θεό και ήμουν σίγουρη πως θα με άκουγε. Η ώρα πέρασε όμως και ο Γρηγόρης δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Η μαμά ήταν ταραγμένη και γυρνούσε πάνω κάτω στο σαλόνι και εγώ απλά προσευχόμουν με όλη τη δύναμη που είχα μέσα μου. Δύο λεπτά πιο μετά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Γρηγόρης. Η μαμά έτρεξε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε με όλη της την δύναμη ενώ εκείνος με κοιτούσε σαστισμένος σαν να μην είχε καταλάβει γιατί η μητέρα μας έκανε έτσι. Του εξήγησα όλα όσα είχαν συμβεί όλη την ημέρα στο σπίτι μας ενώ η μαμά σέρβιρε στα πιάτα το λιγοστό φαγητό που είχε η κατσαρόλα. Φάγαμε χωρίς τον μπαμπά και ούτε πήγαμε στο δωμάτιο του για να μην τον ενοχλήσουμε. Πήγα στο δωμάτιο μου, κουκουλώθηκα με την μάλλινη κουβέρτα μου και προσπάθησα να κοιμηθώ, όμως τα μάτια μου δεν έκλειναν. Τότε άκουσα τον Γρηγόρη να μπαίνει στο δωμάτιο μου και να έρχεται κάτω από την κουβέρτα. «Κοιμήσου μικρή» , είπε και εγώ ένιωσα ασφάλεια που τον είχα δίπλα μου και σιγά σιγά τα μάτια μου έκλεισαν και αποκοιμήθηκα.

YOU ARE READING
Κόκκινη Θεσσαλονίκη [#Wattys2016]
Historical FictionΟ Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος από τα μάτια της 14χρόνης Δεσπούλας που ζεί με τους γονείς της και με τον μεγάλο της αδερφό στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη. Ένα έργο για τους λάτρεις της ιστορίας .