Κεφάλαιο 3

36 2 2
                                    

Γυρνάω τρέχοντας στο σπίτι μου το οποίο είναι λίγα χιλιόμετρα μακρια από τη στάση του λεωφορείου όπου αποχαιρέτησα την Ντινα. Τρέχω όσο πιο γρήγορα. Δάκρυα αρχίζουν και σχηματιζονται στις σχισμές των καταπρασινων ματιών μου. Κλαιω. Σταματάω και ακουμπάω τα χέρια μου στα γόνατα μου και σκύβω ελαφρά. Τι κάνω; Γιατί κλαιω; Τον έχω ξεπεράσει.

Την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το σπίτι μου την διανύω περπατώντας και σκουπίζοντας τα δάκρυα μου.

Φτάνω.  Ευτυχώς δεν είναι κανείς σπίτι. Τρέχω στο δωμάτιο μου. Πέφτω στο κρεβάτι και ξεσπώ σε λυγμούς. Γιατί η ηλιθια δεν χαιρέτησα; Έχουμε να μιλήσουμε από τότε που τελείωσε η κατασκήνωση. Πριν ένα χρόνο. Μιλάγαμε τότε αφού είχαν γίνει τόσα πολλά εκείνη τη κατασκηνωτικη περιοδο.

Με αγκαλιαζε. Με ακουμπαγε. Μιλάγαμε συνέχεια. Τον είχα ερωτευτεί. Κι αυτός με είχε ερωτευτεί. Αλλά δεν προλάβαμε διότι τελείωσε η κατασκήνωση. Μόλις τελείωσε του έστειλα μήνυμα και του είπα ότι μου άρεσε και μου εξομολογηθηκε κ αυτός το ίδιο λέγοντας πως θα κάναμε κάτι του χρόνου.  Αυτό του χρόνου περίμενα ένα χρόνο. Το περιμένω ακόμα, καθώς πριν ένα μήνα που ξαναπήγα κατασκήνωση, ήμασταν δύο..πως να το πω, δύο άγνωστοι. Δύο γνωστοί άγνωστοι που δεν είχαν τίποτα κοινό πάρα μερικές κλέφτες ματιές. Με ξέχασε. Τα ξεχασε όλα. Προχώρησε. Και εγώ προχώρησα, έχω τον Ιάσωνα, μα η καρδιά μου ανήκει εκεί όσο κι αν το αρνούμαι στον εαυτό μου.

Το κλάμα συνεχίζει δυναμικά. Μέχρι που ακούω από τον κάτω όροφο τα παλιά σκουριασμενα κλειδιά της μητέρας μου να γυρνάνε στην καινούρια μας κλειδαριά της ολόλευκης πόρτας μας. Σκουπιζω τα βρεγμένα ματιά μου και αρπάζω γρήγορα το βιβλίο από το κομοδίνο μου.

- Μαντώ είσαι εδω; λέει η μαμά μου απο τον κάτω όροφο
- Ναι μαμά στο δωμάτιο μου ειμαι
- Εντάξει ό,τι χρειαστείς πάρε με τηλέφωνο. Ηρθα να πάρω τους φακέλους και πάω στην δουλειά μου.
- Οκευ. Ο μπαμπάς;
- Ο μπαμπάς γυρνάει μεθαύριο. Του τηλεφώνησα σήμερα είναι μια χαρά!
- Εντάξει μαμά καλή δουλειά

Μετά από πεντε λεπτά ή μαμά μου έχει φυγει από το σπίτι. Θα είμαι μόνη μου μέχρι της έξι το απόγευμα αφού τοτε τελειώνει την δουλειά της η μαμά μου. Είναι νοσοκόμα σε ένα νοσοκομείο μακριά από εκεί που μένουμε αλλά κοντά στους Αμπελόκηπους. Ο πατέρας μου δουλεύει σε μια εταιρεία που ασχολείται με εξαγωγές γιαυτό και πάει πολλά ταξίδια.

Κατεβαίνω γρήγορα στην κουζινα και αρπάζω το πρώτο σακουλάκι τσιπς που βρίσκω. Ανοίγω το λαπτοπ και βάζω μουσική. Μελισσες- Έλεγες. Οι στίχοι είναι ακριβώς αυτό που θέλω. Ανοίγω τον λογαριασμό μου στο instagram και βλέπω μια εικόνα μου μου φέρνει δάκρυα στα μάτια.

Αυτό ήταν

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Αυτό ήταν.  Αυτό έγινε πριν ένα μήνα στην κατασκήνωση. Δεν χαιρετηστηκαμε πότε.  Και σήμερα δεν μπόρεσα να τον χαιρετησω. Δεν με ξέρει πια, με θεωρεί σαν μια άγνωστη που απλά κάποτε είχε αγαπήσει.

LostWhere stories live. Discover now