1ος Φόνος

194 11 1
                                    

Είχαμε συναντηθεί όπως πάντα μπροστά απο εκείνο το παλιό σπίτι της γειτονιάς, που κανένας δεν τολμούσε να πατήσει. Ο Ντάριν μου έδωσε το τσιγάρο του και εγω πήρα μια τζούρα. Φύσηξα το καπνό στο πρόσωπό του και γελάσαμε.

"Πολλά έμαθες εδω τελευταία." Μου είπε και με κοίταξε με ενδιαφέρον. Εγω χαμογέλασα και του απάντησα. "Μαθαίνω γρήγορα, τις καλές συνήθειες." Ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος απο το πεζούλι που καθόμασταν τόσην ώρα και με τράβηξε απο το χέρι για να τον ακολουθήσω.

" Έι, που πάμε?" Τον ρώτησα απορημένη.

" Δεν θυμάμαι να με είχεις ακολουθήσει ποτέ σου και να το μετάνιωσες." Μου είπε και μου έκλεισε το μάτι του. Ο Ντάριν πάντα μου έφτιαχνε τη διάθεση, όσο άσχημα και αν είχα τσακωθεί με τους γονείς μου. Παντα τον καταλάβαινα και αυτος το ίδιο γιατι είχαμε πολλα κοινά μεταξύ μας. Με λίγα λόγια οι γονείς μας ενδιαφέρονται μόνο για το χρήμα και μετα μας λένε οτι, οτι κανουν είναι για εμας.

Σταμάτησε μπροστά απο ένα περίπτερο και μου έκανε εντύπωση που αγόρασε δύο κουτάκια μπύρα, ενώ εγω περίμενα να αγοράσει τσιγάρα. Ξαναγυρίσαμε πίσω στη παλια μονοκατοικία και κάτσαμε για να πιούμε. "Πιές, θα σε ζεστάνει." Με παροτρυνε για να πιώ. Η αλήθεια είναι ότι πάντα ήθελα να το δοκιμάσω αλλα ήθελα να είχα παρέα όταν αποφασίσω να πιώ, και εφόσον η μοναδική κολλητή μου, η Τσέλσι είναι σχετικά πολύ καλό κοριτσι για να κάνει κάτι τέτοιο, ποτε δεν είχα την ευκαιρεία να πιώ, μέχρι βέβαια τώρα.

Η πρώτη γουλιά ήταν απαίσια, όλος μου ο λαιμος καιγόταν, εβγαλα την γλώσσα μου έξω σε ένδειξη αηδίας και ο Ντάριν γέλασε. Ξαναδοκίμασα πάλι, οφείλω να πώ οτί ήταν καλύτερη η γεύση αυτη τη φορα αλλα και πάλι δεν ήταν και τέλεια. Εφόσον ο Ντάριν είχε πιεί παραπάνω απο το μισο κουτάκι, και εγω ίσα ίσα δυο-τρείς γουλιές συνηδιτοποιησαμε οτι είχε αρχίσει να νυχτώνει.

" Άντε να μπούμε μέσα." Είπε ο Ντάριν, για μια στιγμή νόμιζα ότι ενοωούσε να πάμε σπίτια μας, αλλα ύστερα κατάλαβα οτι ενοωούσε να μπούμε στην παλια μονοκατοικία.

"Τι?" Του είπα ολοφάνερα τρομαγμένη.

" Έλα τώρα, πές μου οτι πιστεύεις όλες εκείνες τις ιστορίες για τα τρομαχτικά φαντάσματα."

"Όχι βέβαια, αλλά έχει αρχίσει να νυχτώνει και...ξέρεις αμα αργίσω οι γονείς μου θα με μαλώσουν." Τον κοίταξα ευθεία στα μάτια ελπίζωντας ότι θα συμφωνήσει και θα με συνοδεύσει σπίτι μου, όπως συνίθιζε να κάνει.

Ματωμένος κόμποςWhere stories live. Discover now