Χαμένη!

42 7 3
                                    

"Δεν είναι νεκρο εκείνο που αιώνια μπορει να περιμένει, μα με το διάβα των παράξενων αιώνων ως κι ο θάνατος μπορεί να πεθαίνει.~ Χόουαρντ Φίλιπς Λαβκραφτ." Είχα ζητήσει να γράψουν στη ταφόπλακα του Ντάριν αφου πάντα του άρεσε να διαβάζει Λάβκραφτ. Οφείλω να πω οτι η μητέρα του με είχε περάσει για τρελή σήμερα στη κηδεία, εφόσον πρώτα είχα ζητήσει να φτιάξουν τη συγκεκριμένη ταφόπλακα για τον Νταριν και δεύτερον δεν άφησα τον παπά να διαβασει. Τους έλεγα ξανα και ξανα οτι ο Νταριν είναι άθεος αλλα και πάλι μου έλεγαν να σωπάσω και οταν πια είχα νευριάσει για τα καλά, πέταξα μια πέτρα στον παπα και τον έβρισα. Η συνέχεια δεν ήταν και καθόλου ευχάριστη αφου με έδιωξαν απο το νεκροταφείο μέχρι να τελειώσει η κηδεία και ύστερα μου επετρεψαν να μπω.

Η ώρα ήταν 8 και είχε αρχίσει να νυχτώνει, το νεκροταφείο, δεν με φόβιζε και πολύ αφου ήταν ένα απο τα στέκια του Ντάριν και εμένα. Αλλα αυτο που με φόβιζε πιο πολύ ήταν οτι είμαι μόνη μου, νιώθω μοναξιά...και κρυώνω. Δεν έχω πια κάποιον να με καθυσηχάζει και να μου απαλύνει τους πόνους μου. Δεν έχω πια κάποιον να με ακούει χωρίς να βαριέται. Δεν έχω κάποιο ώμο για να κλάψω. Ο Ντάριν έφυγε και άφησε ένα κενό μέσα μου. Όλες αυτές οι σκέψεις, τις διέκοψε το επίμονο χτύπημα του κινητού μου. Ήξερα οτι οι γονείς μου θα με ψάχνουν. Τώρα συνιδειτοποίησαν οτι έχουν μια κόρη που λέγετε Τζωρτζίνα! Αποφάσισα να γυρίσω σπίτι, για να μην μου στείλουν τους μπράβους να με φέρουν με το ζόρι.

"Που ήσουνα μέχρι τώρα?" Με ρώτησε η μητέρα μου. Δεν απάντησα και συνέχιζα να περπατώ.

"Σου μιλάω Τζωρτζίνα, που ήσουνα?" Με ξαναρωτάει σχέδον φωνάζοντας.

"Απο πότε σας ενδιέφερε?" Είπα χαμηλόφωνα και συνέχισα να περπατάω προς τις σκάλες για το δωμάτιό μου.

"Πραγματικά σε στείλαμε σε εναν απαίσιο ψυχολόγο, δεν έχεις καλυτερέψει και πολύ, ενω θα έπρεπε μετα απο τόσο καιρο να τον είχες ξεχάσει. Εξαλλου ενας απλος φιλος σου ήταν."  Ειπε η μητέρα μου, τόσο αδιάφορα σαν να μου έλεγε ότι ο Νταριν ήταν ένα παιχνιδι που χαλασε και θα μου πάρουν καινουριο για να μην στεναχωριέμαι σαν ενα ανωριμο 6χρονο. Δεν μπορω να καταλάβω γιατι είναι τόσο ψυχρή. Ξαφνικά σταμάτησα στη μέση της σκαλας και την κοίταξα.

"Ο Νταριν ήταν παραπάνω απο φίλος, τον αγάπησα."

"Τι ξέρει ενα 17χρονο σαν και εσενα απο αγαπη."

"Πίστεψε με, πολλα περισσοτερα απο εσενα που έμαθες να αγαπάς τα χρήματα του μπαμπα." Δεν ξέρω πως ξεστόμισα την τελευταία φράση γιατι η μητέρα μου με κοίταξε αναυδη. Αμα ήμουν διπλα της το πιο πιθανο ήταν να είχα φάει σφαλιάρα, αλλα τίποτα τέτοιο δεν έγινε, την άφησα να με κοιτάει άναυδη και πήγα να κλειστω στο δωμάτιό μου.

Για πρώτη φορά δεν κλαίω μετα απο τόσο καιρό, είχα συνηθίσει.

" Τζώρτζι! Τζώρτζι, γύρισες?" Με διέκοψε η τσιριχτή φωνή της αδερφής μου, στο διάδρομο.

"Ναι, τι θες?"

"Δυο αστυνομοι, ενας θυμαμε οτι λεγόταν Νταριο και ο άλλος πολύ νοστιμούλης ο Φρανς. Είπαν ότι ο ψυχολόγος τους διαβεβαίωσε οτι είσαι καλύτερα και πιστεύει οτι μπορείς να κάνεις μαζι τους μια συζήτηση. Μου άφησαν την επαγγελματική τους κάρτα, να τους παρεις τηλέφωνο οσο το δυνατον γρηγορότερα για να μην αναγκαστουν να μας ξανα επισκεφτούν." Έψαξε στη τσεπη της για την κάρτα και μου την έδωσε. Την κοίταξα για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να πώ τίποτα και ύστερα έκανα μεταβολή για το δωμάτιό μου. Αυτό μου έλειπε, να τρέχω στα αστυνομικά τμήματα. Σιγά μην πήγαινα! Ας έρθουν εδω να δούμε τι θα γίνει. Το πιο πιθανό είναι να τους διώξουν έξω με τις κλωτσιές. Έλεος πια! Πολλά έχω ανεχτεί εδω τελευταία.

Μπήκα με μεγάλες δρασκελιες στο δωμάτιο μου κλείνωντας με πάταγο την πόρτα.

"Που είσαι Ντάριν να δείς τι τραβάω." Φώναξα καθως πετούσα την τσάντα μου σε μια ακρη του δωματιου μου.

"Με φωνάξατε?" Είδα το κεφαλι της οικιακης βοηθου να με ρωτάει με απορία. Ειμαι σίγουρη ότι όλοι θα νομίζουν τώρα ότι τρελάθηκα.

"Όχι, μονολογούσα." Της απάντησα αδιάφορα και εκείνη εφυγε παλι απορημένη. Δεν είχα καμία όρεξη να πάει να με καρφώσει στους γονείς μου για να με στείλουν σε ψυχολόγους και μαλακίες, πιστεύοντας ότι τρελάθηκα και βλέπω φαντάσματα.

Ξαφνικά κάτι έκανε κλικ στο μυαλο μου, ένα λαμπάκι αναψε. Η λέξη κλειδί- φαντάσματα. Αφου δεν ήθελα να μπω στο σπίτι γιατι είχα ακούσει τοσες πολλές ιστορίες για φαντασματα. Μήπως τελικά ήταν αληθινές? Αυτο που μου φαινόταν περίεργο ήταν, ότι δεν υπάρχουν φαντάσματα με κόκκινα μάτια. Αλλα πως μπορω να είμαι και τόσο σίγουρη αφου ποτέ μου δεν είχα δεί φαντάσματα. Ίσως τελικά να έχουν και κόκκινα μάτια. Σίγουρα η Τσέλσι θα ήξερε που τρελένεται για αυτά τα θέματα. Είναι ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια! Αλλα τι ακριβώς θα της πώ, υποτίθεται ότι είναι η κολλητή μου και δεν έπρεπε να της κρύβω τίποτα. Τελικά αποφάσισα να την πάρω τηλέφωνο, όχι να την ρωτήσω βέβαια απο το τηλέφωνο απλα για να την χαιρετίσω.

Έβγαλα το κινητό μου απο τη τσάντα μου και πληκρολόγησα το όνομά της. Δεν άνοιξε βέβαια με την πρώτη κλήση οποτε περίμενα λιγο, αλλα δεν απάντησε. Τελως πάντων, δεν πειράζει θα την έβλεπα αυριο στο σχολειο. Με αυτες τις σκέψεις αποκοιμήθηκα, βλέποντας περίεργα όνειρα με πράσινα φαντάσματα και κόκκινα μάτια. Καθόλου κουλ συνδυασμος

Ματωμένος κόμποςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang