Chapter 4

57 24 0
                                    

Ο πρώτος όροφος -ή αλλιώς, η σοφίτα-, έχει ένα χαμηλό ταβάνι, περίπου μισό από αυτό του σαλονιού. Καθώς ανέβηκα τις σκάλες από τα δεξιά του σαλονιού, οπότε τώρα βρίσκομαι πάλι στα δεξιά του πρώτου ορόφου. Μπροστά μου υπάρχει ένας φωτεινός διάδρομος και αριστερά μου ένα δωμάτιο. Νομίζω ότι είναι μπάνιο. Περπατάω μπροστά στον διάδρομο. Στα αριστερά υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο, από το οποίο φαίνονται η μπροστινή αυλή του σπιτιού μας και ένα μέρος του δρόμου μαζί με τα απέναντι σπίτια. Στα δεξιά έχει τρεις πόρτες. Μπαίνω στο πρώτο δωμάτιο. Μεγάλο, φωτεινό και ωραία τακτοποιημένο. Μου έκανε εντύπωση ότι το σπίτι είναι επιπλωμένο. Το περίμενα πιο άδειο.
Μέσα στο δωμάτιο υπάρχει στα αριστερά ένα διπλό και ψηλό κρεβάτι και από δίπλα μια μικρή βιβλιοθήκη, καθώς και μια ντουλάπα. Απέναντι από το κρεβάτι και δεξιά μου, βρίσκεται ένας πλατύς καθρέφτης και από κάτω του ένα τραπεζάκι. Αριστερά του καθρέφτη υπάρχει μια κρεμάστρα και πίσω-πίσω αριστερά του κρεβατιού υπάρχει ένα μεγάλο γραφείο. Στο βάθος στα δεξιά -και αριστερά του γραφείου, το οποίο φυσικά και έχει καρέκλα-, βρίσκεται μια πολυθρόνα, η οποία φαίνεται άνετη και μαλακή. Περπατάω μπροστά και κάθομαι πάνω της για να δοκιμάσω, αλλά δεν είναι τόσο μαλακή όσο φαίνεται. Παρ' όλ' αυτά, θα μποροθσα να την συνηθίσω.
Βγαίνω από το δωμάτιο πάλι στον διάδρομο.
Κάτω ακούγεται ο ήχος που κάνουν οι βαλίτσες και τις φωνές των γονιών μου που συζητούν.
Προχωράω μπροστά και ανοίγω την δεύτερη πόρτα. Είναι μια αποθήκη. Λίγο στενή, αλλά δεν έχουμε και πολλά πράγματα που θα μπορούσαμε να βάλουμε. Πάλι καλά που είναι άδεια! Στο βάθος μπροστά υπάρχει ένα μικρό παραθυράκι, μεγαλύτερο σε μήκος παρά σε πλάτος, που πιστεύω είναι αρκετό για να φωτίζει την αποθήκη. Βγαίνω και από αυτό το δωμάτιο και κλείνω πίσω μου την πόρτα. Πριν προλάβω να μπω και στο τρίτο δωμάτιο, ακούω βαριά βήματα στις σκάλες και γυρνάω να δω. Είναι ο μπαμπάς μου που μόλις ανέβασε μια βαλίτσα. Μόλις την αφήνει κάτω, ξεφυσάει.
《Έλα, πάρε τη βαλίτσα σου》μου λέει και πηγαίνω να την πάρω. Αυτός τεντώνει την πλάτη του και μου λέει:《Δεν ξέρω τί έβαλες στη βαλίτσα σου που την κάνει τόσο βαριά...》
Του χαμογελάω. Πάντα όταν ταξιδεύω πέρνω πολλά πράγματα μαζί μου. Τώρα όμως που μετακομίζω για πάντα, φυσικά και θα έπαιρνα περισσότερα!
《Τι έχει εδώ πάνω? Μπήκες?》
《Ναι, μπαμπά, έχει ένα μπάνιο, μια αποθήκη και νομίζω δύο δωμάτια》
《Ωραία. Διάλεξε το δικό σου και βγάλε τα πράγματα που έχεις στη βαλίτσα. Για την ακρίβεια, δεδομένου ότι είμαστε τρία άτομα και ότι υπάρχουν μόνο δύο δωμάτια, θα συνιστούσα να πάρεις το μικρότερο και να αφήσεις το άλλο για εμένα και τη μαμά σου, αν δεν σε πειράζει》
《Δεν με πειράζει》του λέω και κρατώντας τη βαλίτσα μου κατευθύνομαι προς το τρίτο, ανεξερεύνητο δωμάτιο, ενώ ο μπαμπάς κατεβαίνει κάτω. Τον ακούω να λέει στη μαμά:《Τα δωμάτια είναι πάνω. Έχει και ένα μπάνιο και μια αποθήκη》
Έπειτα δεν τους ακούω πια, γιατί μπαίνω στο δωμάτιο. Είναι το τρίτο από τα δεξιά του διαδρόμου.
Το συγκεκριμένο δωμάτιο είναι πιο μικρό από το πρώτο, οπότε μάλλον αυτό είναι το δικό μου.
Μπροστά μου ακριβώς και στα δεξιά του δωματίου βρίσκεται ένα μονό κρεβάτι, επίσης ψηλό, το οποίο βλέπει από τα δεξιά προς τα αριστερά. Δίπλα από το κρεβάτι -δηλαδή μπροστά μου και αριστερά του κρεβατιού- υπάρχει ένα μικρό κομοδίνο με μια λάμπα από πάνω του. Ενώ αριστερά του κρεβατιού βρίσκεται μια μικρή ντουλάπα. Πιο κοντά μου υπάρχει ένας καθρέφτης, λίγο πιο μικρός από τον πρώτο. Περπατάω μπροστά και τον κοιτάω στα δεξιά μου. Γύρω-γύρω είναι επιχρυσωμένο και έχει απαλά σχέδια. Πίσω μου, δηλαδή στα αριστερά του δωματίου, υπάρχει ένα γραφείο με μια καρέκλα και από δίπλα του μια ψηλή βιβλιοθήκη με λίγα συρτάρια. Την τελευταία στιγμή παρατηρώ ότι το δωμάτιο συνεχίζει κι άλλο στα αριστερά, δηλαδή σαν να ήταν κάθετα στον διάδρομο. Εκεί έχει ένα παράθυρο και από κάτω του ένα τραπεζάκι με μια μικρή καρέκλα.
Μου αρέσει πολύ αυτό το δωμάτιο, παρόλο που δεν είναι πολύ μεγάλο. Το δωμάτιο των γονέων μου ήταν μπεζ, αλλά το δικό μου είναι μπορντό, το αγαπημένο μου χρώμα. Και στα δύο δωμάτια, το ταβάνι γέρνει λίγο, όπως γίνεται και στις σοφίτες, αλλά όχι και στην αποθήκη. Το ταβάνι γέρνει εκεί ακριβώς όπου βρίσκεται το κρεβάτι μου και το γραφείο των γονέων μου. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό, αρκεί να μην χτυπάω πολλές φορές το κεφάλι μου. Κάθομαι στο κρεβάτι μου και ετοιμάζομαι να γράψω στο ημερολόγιό μου, όταν ακούω την φωνή της μαμάς να με φωνάζει:《Βίκη, έλα κάτω. Πάμε για ψώνια!》

The Vampire Games Where stories live. Discover now