ΣΤΟΥ Σερμπέτογλου,καθόντουσαν στο τραπέζι της μεγάλης τραπεζαρίας τους οι γονείς και τα παιδιά τους.Μερικά βλέμματα αντάλλαξαν ο Παύλος,ο Πέτρος και η Μαρίνα,συμφωνητικό ότι θα μιλούσαν παραπάνω μετά το μεσημεριανό γεύμα.
Το φαγητό ήταν πολύ καλό όπως πάντα αν και ο Παύλος ευχόταν να μπορούσαν να το έχουν και άλλοι άνθρωποι,που ζούσαν στους φτωχομαχαλάδες της Σμύρνης και που το μόνο που έτρωγαν ήταν ψάρι,λίγο και αυτό,μιας και το υπόλοιπο το πουλούσαν για να βγάλουν το ψωμί τους.Ο Παύλος τους ήξερε αυτούς τους ανθρώπους μιας και πήγαινε συχνά με το Σπύρο μια βόλτα από εκεί για να τους δουν και να τους βοηθήσουν.Σίγουρα οι Σερμπέτογλου ήταν μια οικογένεια με μεγάλη φιλανθρωπική δράση,από τον προπάππου τους ξεκινούσε και έφτανε μέχρι τώρα,έτος 1919.Ο Σπύρος είχε προλάβει να γνωρίσει τον "παππού" Γιώργη,πέθανε όμως όταν ήταν εκείνος ακόμη μικρός.Ο Παύλος θα ήθελε να είχε γνωρίσει τον προπάππο του για να πάρει τις "συμβουλές του μεγαλύτερου" μιας και με τον πατέρα του δεν πολυμιλούσε.
Ο Σπύρος ευτυχώς είχε προλάβει να γυρίσει στο σπίτι του πριν το γεύμα,αλλιώς (και ας ήταν 30 χρονών) θα άκουγε μια κατσάδα όλη δική του.Το που πήγε εκείνος το ήξερε.Αλλά μήπως δεν το υποψιαζόντουσαν οι γονείς του ότι εκτός από νυχτοπερπατήματα είχε και...μεροπερπατήματα;Αυτό που ήθελε ο Σπύρος ήταν να ρουφήξει τη ζωή σαν το γλυκό κρασί από τα καλύτερα αμπέλια του χωραφιού της οικογένειας του.Να δει τον εαυτό του όπως τον ήθελε,να πει ότι χόρτασε τα χρόνια της νεότητας του και ύστερα ας πέθαινε.Δεν είχε στο μυαλό του τον γάμο αλλά "ποτέ δεν ξέρεις",έλεγε.Ίσως να βρισκόταν κάπου στα μισά του δρόμου μια γυναίκα που θα τον αγαπούσε και που θα την ήθελε κι εκείνος,ίσως να την είχε βρει ήδη.Από το πρωί εκείνης της μέρας που μίλησε "άσχημα" στη Χριστίνα το μετάνιωνε που είχε φερθεί σαν κανένας σαχλός καζανόβας.Ποτέ δεν θα τον έβλεπε έτσι όπως την έβλεπε εκείνος πλέον.Τον είχε σταματήσει από τις σκέψεις του για τις άλλες γυναίκες.Τον αγαπούσε;Σίγουρα όχι.Αλλά και αυτός τι ρόλο έπαιζε;Του αφεντικού που ερωτευόταν μια από τις υπηρέτριες του;Σκοπό να την αφήσει δεν είχε.Το μόνο που ήθελε ήταν να βλέπει το πρόσωπο της και να ταξιδεύει σε χίλια δύο καινούργια μέρη της φαντασίας του.
Όταν τελείωσε το γεύμα και σηκώθηκαν από το τραπέζι,αυτός είπε ένα "καλό μεσημέρι και καλή ετοιμασία" στους γονείς του και τα αδέλφια του και κίνησε για το δωμάτιο του.Μα του πονηρού,ακριβώς έξω από τη πόρτα του δωματίου του,πρόσεξε και πάλι τη Χριστίνα να έρχεται γρήγορα προς το μέρος του κρατώντας τις πετσέτες.Εκείνος είχε μαρμαρώσει,τα πόδια του είχαν ριζώσει στο πάτωμα και τα μάτια του παρακολουθούσαν την κάθε κίνησή της.
BẠN ĐANG ĐỌC
FAVORI IZMIR (ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΣΜΥΡΝΗ ΜΟΥ)
Tiểu thuyết Lịch sửΣμύρνη,1919. Ο ωραίος και ευγενής Παύλος Σερμπέτογλου γνωρίζει την γοητευτική και πλούσια 'Ελενα Δεληγιώργη σε μια χοροεσπερίδα της οικογένειας του.Ανάμεσα τους γεννιέται ένας μοιραίος έρωτας που θα καθορίσει τις ζωές τους πριν και μετά τη μεγ...