Κεφάλαιο 48ο

298 39 3
                                    

Οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα όλο και χειροτέρευαν,οι σκιές με ακολουθούσαν παντού,έβλεπα εφιάλτες που έμοιαζαν πολύ αληθινοί,μία βδομάδα είχε περάσει και κυκλοφορούσαν ήδη σαν φάντασμα,κανείς δεν με έψαξε,ήμουν σίγουρη ότι ο Μάικλ θα περάσει αλλά και να περνούσε το πιο πιθανό ήταν να τον διώξω αφού ένιωθα πώς μαζί με εμένα θα κατέστρεφα και εκείνον.

     Καθόμουν στον καναπέ και κοιτούσα αφηρημένα απ'το παράθυρο,ξαφνικά ένας περίεργος ήχος γέμισε τον χώρο,νύχια που χάραζαν με μανία τον τοίχο της κουζίνας,πήγα προς τα εκεί αργά,ο φόβος με είχε παραλύσει,πως μπορείς να αντιμετωπίσεις κάτι που στην ουσία δεν υπάρχει;
Ο τοίχος ήταν κόκκινος και κηλίδες αίματος είχαν βάψει το πάτωμα,γύρισα απότομα για να φύγω και ένα ουρλιαχτό μου ξέφυγε αφού μπροστά μου κρεμόταν η Λυδία απ'το ταβάνι νεκρή,το αίμα της έσταζε πάνω μου,έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ.
"Δεν είναι αληθινό!"
Ψιθύρισα στον εαυτό μου και όταν άνοιξα τα μάτια όλα είχαν εξαφανιστεί,άφησα μια ανάσα να βγει απ'τα χείλη και γύρισα προς το σαλόνι,τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα στην θέα του πλάσματος που έβλεπα μπροστά μου.
Ένας έκπτωτος,διαφορετικός απ'τους άλλους,με έβλεπε,κινήθηκε με ταχύτητα προς το μέρος μου και με άρπαξε απ'τον λαιμό,ένιωσα τα πόδια μου να αφήνουν το πάτωμα και προσπαθούσα απεγνωσμένα να πάρω ανάσα,άνοιξα με δύναμη τα φτερά μου και τα κούνησα προς το μέρος του έκπτωτου,το σώμα του τινάχτηκε με φορά προς τα πίσω και πριν αγγίξει τον τοίχο εξαφανίστηκε.
Κοίταξα γύρω μου περιμένοντας με υπομονή για την επόμενη οφθαλμαπάτη,ξαφνικά τα φώτα έσβησαν,πυκνό σκοτάδι τύλιξε όλο το σπίτι και ακόμα και σαν βρικόλακας η όραση μου ήταν άχρηστη.
Ανατριχιαστικοί ψίθυροι ακούγονταν γύρω μου και ξαφνικά ένιωσα έναν οξύ πόνο στο δεξί μου χέρι,νύχια καρφώνονταν δυνατά στην σάρκα μου και ένιωθα το καυτό μου αίμα να κυλάει σε όλο μου το σώμα,ο πόνος έσκιζε το κρανίο μου και τα ουρλιαχτά μου έβγαιναν ασταμάτητα απ'τα ματωμένα χείλη μου.
"Μοχτς"
Ήταν η μόνη λέξη που κατάφερα να ξεχωρίσω και μετά ένας βαθύς λήθαργος με τύλιξε και όλα χάθηκαν.

    Μάικλ

   Πετούσα γρήγορα στον αέρα,ήθελα να την δώ,όλοι έλεγαν πως έπρεπε να της δώσω χρόνο,όμως εγώ ξέρω πώς κάθε μέρα που περνάμε χώρια είναι ένας μικρός θάνατος και για τους δυο μας.
Δεν θα άντεχα λεπτό παραπάνω,ήξερα που να την βρώ,ήμουν σίγουρος ότι θα πήγαινε στο παλιό μάς σπίτι παρά τον τεράστιο κίνδυνο που διέτρεχε εκεί λόγο του Γκρεγκ.
Έφτασα στο σπίτι σχεδόν αμέσως και απόρησα που όλο το σπίτι ήταν τυλιγμένο στο απόλυτο σκοτάδι,προσγειώθηκα στο γρασίδι μαλακά και κοίταξα απ'το παράθυρο,στεκόταν ακίνητη στη μέση του σαλονιού και έμοιαζε τρομοκρατημένη,ξαφνικά ένα ουρλιαχτό βγήκε απ'τα χείλη της και είδα το αίμα της να τρέχει απ'το μπράτσο ώς την παλάμη της και από εκεί στο πάτωμα.
Χτύπησα δυνατά το τζάμι όμως μόλις το δέρμα μου ήρθε σε επαφή με το γυαλί κάηκε.
Πήγα στην πόρτα και προσπάθησα να την ανοίξω άλλα και πάλι ήταν μάταιο.
Τα ουρλιαχτά της έσκιζαν την ψυχή μου σε χίλια κομμάτια,άρχισα να χτυπάω την πόρτα με μανία αδιαφορώντας για τον πόνο σε όλο το κορμί μου,όταν μπήκα μέσα τα φώτα άναψαν,τα ουρλιαχτά της σταμάτησαν και οι ανατριχιαστικές κραυγές χάθηκαν.
Είδα το σώμα της καλυμμένο με αίμα στο κρύο πάτωμα,έτρεμε όμως τα μάτια της ήταν κλειστά και έμοιαζε να έχει χάσει τις αισθήσεις της.
Την σήκωσα στα χέρια μου και κατευθύνθηκα στην ανοιχτή πόρτα,ήθελα να την πάρω μακρυά από αυτό το σπίτι,μόλις έφτασα στο κατώφλι έπεσα πάνω σε ένα αόρατο τοίχος,είχα αρχίσει να απελπίζομαι όταν η Λίζα σήκωσε αδύναμα το χέρι της και ψιθύρισε κάποια περίεργα λόγια,ένα χρυσό φως απλώθηκε σαν πέπλο μπροστά μας και το ορατό πλέον τοίχος έγινε κομμάτια,άνοιξα γρήγορα τα φτερά μου και πέταξα μακρυά.
Ο φόβος μου αυξήθηκε όταν είδα πώς η πληγές της Λίζας δεν είχαν θεραπευτεί και πώς το πρόσωπο της είχε στραγγίξει από ζωή.
Έβαλα όση δύναμη μου απέμεινε και σε λιγότερο από πέντε λεπτά είχα φτάσει στο κάστρο.
Κούνησα με δύναμη τα φτερά μου και ένα δυνατό κύμα αέρα άνοιξε την βαριά πύλη.
Μπήκα μέσα και έτρεξα στην μεγάλη αίθουσα,μόλις είδαν την Λίζα πάγωσαν.
"Βίβιαν κουνήσου!"
Φώναξα και εκείνη αμέσως υπάκουσε,ξάπλωσα την Λίζα στο ξύλινο τραπέζι και η Βίβιαν της έβγαλε τα σκισμένα ρούχα αφήνοντας την εντελώς γυμνή.
"Βγείτε όλοι έξω!"
Ακούστηκε η φωνή του Πίτερ και μέσα σε δευτερόλεπτα η αίθουσα άδειασε.
Η Βίβιαν έφυγε τρέχοντας στο καμαράκι της Βένομ και γύρισε με κάποια πράγματα στα χέρια της,ένα μπολ με νερό και κάποια μπουκαλάκια με περίεργο περιεχόμενο.
"Πρέπει να καθαρίσεις τις πληγές!"
Είπε δίνοντας μου το μπολ με το νερό και μία καθαρή πετσέτα,καθάρισα με ευλάβεια το σώμα τις,απαλές κινήσεις σαν χάδι,φοβόμουν πώς αν την άγγιζα με λίγη παραπάνω δύναμη θα την σκότωνα.
Τρία μπολ με νερό και τέσσερις πετσέτες γέμισαν με το αίμα της και όταν σταμάτησα να την καθαρίζω και κοίταξα το σώμα της τρόμαξα στην θέα της κατακρεουργημένης σάρκας της,η Βίβιαν ήταν μαρμαρωμένη στη θέση της και ο Πίτερ είχε κλείσει σφιχτά τα μάτια του.
Δαγκώματα και γρατσουνιές κάλυπταν όλο το κορμί της λες και κάποιο λυσσασμένο ζώο της επιτέθηκε.
"Ποίος της το έκανε αυτό;"
Ρώτησε ο Πίτερ και το κοίταξα στα μάτια γεμάτος απελπισία.
"Όχι ποιος! Τι; Είναι η σωστή ερώτηση!"
Είπε η Βίβιαν και εγώ αμέσως έγνεψα.
"Την άκουγα να ουρλιάζει και προσπαθούσα απεγνωσμένα να μπω μέσα στο σπίτι,ήθελα να σταματήσω τον πόνο της,όταν μπήκα μέσα όλα σταμάτησαν,τα φώτα άναψαν,οι φωνές σταμάτησαν και εκείνη λιποθύμησε!"
Η Βίβιαν με κοιτούσε χωρίς να μπορεί να βγάλει κάποιο νόημα αλλά δεν ήμουν σε θέση να της εξηγήσω περισσότερα,το μυαλό ίδιο μπερδεμένο με τις λέξεις μου.
Η Βίβιαν ακούμπησε με την παλάμη της το μέτωπο της Λίζας και έκλεισε τα μάτια της.
"Δεν νομίζεις ότι προέχει να την θεραπεύσεις και μετά να μάθεις τι την χτύπησε;"
Ρώτησε ο Πίτερ αγγίζοντας τον ώμο της.
"Δεν νομίζεις πώς πρέπει να ξέρω τι αντιμετωπίζω πριν κάνω οτιδήποτε πάνω τής;"
Ρώτησε η Βίβιαν ειρωνικά και στο τέλος ο Πίτερ υποχώρησε αφήνοντας την να κάνει την δουλειά της.
Έκλεισε και πάλι τα μάτια της και ψιθύρισε κάποια λόγια,αμέσως πήρε μία κοφτή ανάσα και το κεφάλι της στράφηκε προς το ταβάνι.
Μερικά βογγητά βγήκαν απ'τα χείλη της και άνοιξε απότομα τα μάτια της.
Με κοίταξε με τρόμο στα μάτια και ένα δάκρυ κύλισε απ'τα μάτια της.
"Δεν μπορώ να επέμβω!"
Είπε και γύρισε για να φύγει με τον τρόμο να χρωματίζει τα μάτια της.
Ο Πίτερ πετάχτηκε μπροστά της και την σταμάτησε,ενώ εγώ την κοιτούσα σαστισμένος.
"Τι εννοείς;"
Την ρώτησε ο Πίτερ και εκείνη φάνηκε να ντρέπεται για κάτι.
"Οι πρόγονοι της το κάνουν αυτό,τίποτα δεν μένει κρυφό από τους προγόνους,ξέρουν ότι η Λίζα χρησιμοποίησε αντίστροφη μαγεία και θεωρούν ότι η κατάλληλη τιμωρία είναι ο θάνατος,δεν μπορώ να επέμβω γιατί αν το κάνω θα τιμωρήσουν και εμένα."
"Και θα την αφήσεις να πεθάνει;"
Ρώτησα ενώ η φωνή μου βγήκε σαν ψίθυρος απ'τα χείλη μου.
"Υπάρχει ένας τρόπος αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα πετύχει και δεν ξέρω καν αν θα δεχτείς!"
"Τι;"
"Πρέπει να θυσιάσεις την Αγγελική σου φύση!"
"Θα το κάνω!"
Είπα χωρίς δεύτερη σκέψη,θα έδινα τα πάντα για χάρη της.
Μού έδωσε ένα χαρτί πάνω στο οποίο είχε γράψει μια πρόταση.
"Όταν σού πω θα το διαβάσεις δυνατά!"
Έγνεψα θετικά και εκείνη μου άρπαξε το χέρι χαράζοντας το με ένα μαύρο μαχαίρι,το ακούμπησε στο στέρνο της Λίζας και άρχισε να ψέλνει ένα ξόρκι,τα φώτα άρχισαν να αναβοσβήνουν και όλα τα κεριά στην αίθουσα άναψαν.
"Τώρα!"
Είπε και αμέσως άρχισα να διαβάζω απ'το χαρτί.
"Μια θυσία κάνω για να σωθεί αυτή που αγαπώ,τα φτερά και την αύρα μου χαρίζω για να σωθεί αυτή που αγαπώ,άγγελος ή άνθρωπος; Άνθρωπος!"
Ένα εκτυφλωτικό λευκό φώς μας τύλιξε και ένιωσα την πλάτη μου να καίγεται,το σώμα μου έτρεμε και άκουγα την καρδιά μου σιγά-σιγά να χάνει χτύπους και να πλησιάζει τους ανθρώπινους ρυθμούς.
Έκλεισα τα μάτια και τότε όλα σταμάτησαν.

ΑΓΓΕΛΙΚΉ ΠΝΟΉWhere stories live. Discover now