Κεφάλαιο εικοστό όγδοο

1.9K 188 33
                                    


Δύο εβδομάδες αργότερα

"Αφήστε με να την δω σας παρακαλώ πολύ!"

"Μελίνα είναι άρρωστη δεν θέλω να κολλήσεις και εσύ. Πήγαινε σπίτι σου κορίτσι μου. Καληνύχτα." Η φωνή του πατέρα μου ηχεί δυνατά μέσα στο σπίτι.

"Μαα σας παρακαλώ να την δω θέλω μόνο δεν θα την πλησιάσω." Η Μελίνα φωνάζει από τον κάτω όροφο και εγώ κουλουριάζομαι όλο και πιο πολύ κάτω από τα παπλώματα που πρέπει να με ζεστάνουν. Νιώθω κρύα εδώ και δύο εβδομάδες. Κενή. Τόσο βρώμικη ακόμα και με τα εκατοντάδες μπάνια που έχω κάνει. Έπειτα από το τόσο τρίψιμο με το σφουγγάρι που σχεδόν μάτωσα. Νιώθω φθηνή. 

Στην σκέψη του και μόνο έχω ήδη σηκωθεί και φτάσει πάνω από την λεκάνη προσπαθώντας να βγάλω κάτι. Ευχαριστώ το Θεό που έχω περιθώριο για απουσίες. 

Κοιτάω την ώρα στο ρολόι τοίχου μου. Εννιά το βράδυ.

Δεν έχω βγει από το σπίτι καθόλου με την δικαιολογία ότι είμαι άρρωστη. Αποφασίζω να βάλω ζεστά ρούχα.

Η Θεοδώρα μπαίνει μέσα κλαίγωντας και μου τραβάει την προσοχή. Την πλησιάζω αστραπιαία και την αγκαλιάζω σφικτά. 

"Τι έπαθες καλέ;;"

"Αλεξ τι έχεις; Γιατί δεν αφήνεις την Μελίνα να σε δει; Γιατί δεν πας σχολείο;" Με βομβαρδίζει με ερωτήσεις.

"Δεν έχω τίποτα βρε Θεοδώρα. Απλά νιώθω αδιαθεσία." Της χαμογελάω σκουπίζοντας τα δάκρυα της με τους αντίχειρες μου όσο και αν με σκοτώνει που της λέω ψέματα. Και επειδή είμαι άρρωστη για αυτό δεν πάω ούτε σχολείο ούτε αφήνω την Μελίνα να με πλησιάσει. Θα κολλήσει και βασικά και εσύ για αυτό όχι πολλές αγκαλιές."

"Δηλαδή είσαι καλύτερα;"

"Έχω πυρετό λίγο αλλά είναι δέκατα. Θα γυρίσω στο σχολείο σύντομα." 

"Εντάξει τότε." Χαμογελάει και ανακουφίζομαι.

"Άντε τώρα για ύπνο."

"Πού θα πας;" Με ρωτάει περίεργη.

"Μια βόλτα να πάρω αέρα." Βάζω τα παπούτσια μου και παίρνω τα κλειδιά μου με το κινητό και τα ακουστικά.

"Θέλω κι εγώ!" Αμέσως διαμαρτύρεται.

"Εεεπ! Μην το σκέφτεσαι. Ο μπαμπάς θα μας σκοτώσει τέτοια ώρα. Για ύπνο και τα λέμε το πρωί."

"Καλά. Καληνύχτα." 

"Καληνύχτα μικρό."

Την καληνυχτίζω ενώ κλείνω το φως και αρχίζω να κατεβαίνω τις σκάλες τρέχοντας σχεδόν. Συναντάω στην κουζίνα τον μπαμπά μου και τον πλησιάζω.

"Που πας εσύ;"

"Θέλω να πάω σε παρακαλώ μια βόλτα."

"Με τέτοιο καιρό; Αποκλείεται." Απαντάει κάθετος. 

"Μπαμπά σε παρακαλώ το χρειάζομαι." Αποφεύγω την οπτική επαφή.Νιώθω ότι όλοι θα μάθουν τι έχω κάνει αν με κοιτάξουν στα μάτια.

"Εντάξει αλλά δεν θα αργήσεις!"

"Όχι μπαμπά θα έρθω νωρίς." 

Τον αποχαιρετάω και κλείνω την πόρτα πίσω μου με φόρα από τον αέρα. 

Βάζω τα ακουστικά στα αυτιά μου και οι μελωδίες αρχίζουν να πολιορκούν το κεφάλι μου.






Μπέιμπις αυτό το είχα γραμμένο και είπα έπειτα από κάμποση σκέψη να το ανεβάσω. Έχω αρχίσει ήδη το επόμενο και θα προσπαθήσω να το τελειώσω όταν νιώσω καλύτερα. Love you all so much. I'm going to be okay;)


AlexDonde viven las historias. Descúbrelo ahora