Κεφάλαιο 3

401 52 6
                                    

Το πρωί είχε πλέον φτάσει για μια ακόμη μέρα, και με είχε πιασει εντελώς απροετοίμαστη. Μαζί με την βαρεμάρα που κουβαλουσα μια δυσάρεστη είδηση έφτασε στο αφτί μου. Ναι καλά ακουσατε. Πεταχτηκα όρθια πάνω με τα μαλλιά μου σαν θάμνος, ακούγοντας φωνές. Ετρεξα γρήγορα στο μπάνιο και έπειτα γύρισα ξανά στην ντουλάπα μου. Έπιασα μια πρόχειρη φόρμα και ενα λεπτο τιραντακι που βρήκα μπροστά μου και φορεσα τα αθλητικά μου. Οι φωνές ακούγονταν όλο και ποιο δυνατές. Μόλις εφτιαξα τον κότσο μου μια απέραντη ησυχία επικράτησε.
-Έχει γούστο να ηταν ενα μικρός τσακωμός αναστέναξα και έριξα μια ματιά στο κινητό μου. Ενα νεο μύνημα προλαβα να διαβάσω πριν πεταχτω όρθια απο τον φόβο μου και πετάξω κάτω το κινητό στο άκουσμα γυαλιών να σπάνε. Ακουγα βαριά βήματα στις σκάλες και το πρωτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ηταν το παράθυρο. Ετρεξα γρήγορα έξω και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είδα δύο άντρες να μπαίνουν μέσα και να ψάχνουν το δωμάτιο.
-Πηδα φωναξα μόλις είδα κάποιον να με πλησιάζει. Κοίταξα κάτω και πέρνοντας μια βαθιά ανάσα πήρα τη μορφή του λύκου μου και με ένα μεγαλο άλμα προσγειώθηκα σαν το καρπούζι στο ατσαλο έδαφος. Ένα επιφώνημα πόνου μου ξέφυγε και αμέσως ο λύκος με εγκατέλειψε αφήνοντας το χτυπημένο σωμα μου ακάλυπτο. Κοίταξα στο μπαλκόνι μου και ο άντρας καθόταν εκεί σαρώνοντας με το μάτι του το τοπιο γύρω του.
-Ηλιθιε αναστέναξα και πήγα να σηκωθώ μα ένιωσα το ποδι μου να σπάει στα δυο. Έπεσα ξανά κατω και κοίταξα το σπασμένο πόδι μου. Μια μεγαλη πέτρα είχε καρφωθει κάνοντας το αίμα να τρέχει απο την μεγάλη πληγή. Σηκωθηκα στο ενα μου ποδι με χιλιάδες ζόρια και ακούμπησα την πλάτη μου σε ενα τοίχο ελάχιστα εκατοστά πιο πέρα. Κάθησα κάτω και ενα δάκρυ εσταξε στο μάγουλο μου.
-Αυτό θα πει να είσαι μόνη σαν το λεμόνι είπα αναστεναζοντας και εκλεισα τα μάτια μου.

Αρκετές θα έλεγα ώρες μετα επιχείρησα να σηκωθω ξανά. Το ποδι μου πονούσε περισσότερο και μια μεγάλη λίμνη αίματος υπήρχε δίπλα του.
-Οι καρχαρίες λείπουν είπα και με μια απότομη κίνηση σηκωθηκα. Άρχισα να σερνομαι προσπαθώντας να πάω στο σπίτι. Κάτι αιώνες μετά έφτασα και το είδα κυριολεκτικά ερείπιο. Δεν υπήρχαν παράθυρα και πόρτες. Ηταν λες και επιτέθηκε ενα σμήνος απο ελέφαντες. Προχώρησα μέσα και άρχισα να φωνάζω σιγανά τα όνομα των παιδιών. Δεν απάντησε κανείς. Αναστεναξα και κοίταξα τις σκαλες.
-Δεν υπάρχει περιπτωση να ανεβω εκεί πανω είπα και βγήκα ξανά εξω. Επρεπε να παω κάπου και δυστυχώς αυτό το κάπου ήταν στον Όλιβερ.

The White WolfWhere stories live. Discover now