Κεφάλαιο 17

246 31 5
                                    

Ο άνεμος χτυπούσε με μανία το σωμα μου και ο κρύος αέρας πάγωνε όλα τα σημεία του. Τα φύλλα των δέντρων μάχονταν το ενα με το άλλο κανοντας εναν περίεργο και ανατριχιαστικό θόρυβο τη στιγμή της επαφής τους. Κοίταζα γύρω μου μήπως βρω καποιον γνωστό μου μα κανείς. Ήμουν μονη μου. Προχωρουσα με αργά και σταθερά βηματα ενω το σωμα μου έτρεμε μέσα στο κρύο. Το σκοτάδι είχε απλωθεί ολόγυρα μου. Δυο καφέ και πράσινοι στρογγυλοί μικροι και γεμάτοι θυμό κύκλοι εμφανίστηκαν μπροστά μου. Τα ματια εκείνα με πλησίαζαν αργά κανοντας βήματα μεγαλα στο μέρος μου. Καθώς η απόσταση μου με εκείνου του αγνώστου πλάσματος μηδενιζοταν το σωμα μου έπασχε να κανει κινηση προς τα πίσω. Η εντολή δεν έφτανε στον εγκέφαλο μου μέχρι που η μορφή ενος τεράστιου λύκου τον ξύπνησε. Εκανα μια κίνηση αργή κοιτάζοντας προς την αλλη κατεύθυνση και άρχισα να τρέχω με μανία απο εκεί που ήρθα. Τα βήματα μου ηταν αργά και με δυσκολία κινούσα τα πόδια μου. Η πατούσες μου βυθίζονταν στο άσπρο χιόνι ενω τα κόκαλα μου είχαν παγώσει κάνοντας με να τρέχω με μεγάλη δυσκολία. Ξαφνικά με μια κινηση η πλάτη μου ήρθε σε επαφη με το άσπρο χιόνι. Δυο πατούσες άγγιξαν την καρδιά μου και τα ματια εκείνα κοίταξαν τα δικά μου.
*Θα πεθάνεις Ελίζαμπεθ. Θα πεθάνεις απο τα ίδια μου τα χέρια* ακούστηκε μια φωνη όμως τα ματια του λύκου έμεναν κολλημένα πανω μου και το στόμα του μισάνοιχτο κανοντας με να βλέπω τους κυνόδοντες του.
*Ποιος εισαι;* ακούστηκε μια φωνή ίδια με τη δική μου μα το στόμα μου ηταν κλειστό. Ενα πνιχτο γελάκι ακούστηκε και κάτι αιχμηρό έσκισε το δέρμα μου.
*Τζέικομπ* ακούστηκε μια φωνη. Τα νύχια του λύκου καρφώθηκαν με μανία στο σωμα μου σκίζοντας το δέρμα πανω απο την καρδιά μου. Ενα δυνατό ουρλιαχτό βγήκε απο μέσα μου δίχως το στόμα μου να ανοίξει. Το σωμα μου πετάχτηκε όρθιο ενω η ανάσα μου έβγαινε με δυσκολία απο τα πνευμονία μου.
-Όνειρο ηταν. Ονειρο ακούστηκε η φωνη του Τζέικομπ καθώς το χέρι του τυλίχτηκε γύρω απο τη μεση μου και με το άλλο σκουπιζε τον ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπο μου.

Μετα το ζεστό μπάνιο που εκανα και έπειτα απο τις πολλές σκεψεις που βομβάρδισαν το μυαλό μου καθισα στον καναπέ δίπλα απο τον Τζέικ και εκλεισα την τηλεόραση.
-Ολα καλά; με ρώτησε καθώς γύρισε το σωμα του για να ρθει απέναντι μου.
-Σχετικα με το όνειρο είπα ενω οι σκέψεις και οι σκηνές ήρθαν ξανά στο νου μου.
-Δεν το αναφερα γιατί κατάλαβα ποσο σε τρόμαξε. Ομως είσαι σίγουρη; ρώτησε και έπιασε το χερι μου ενω χάιδεψε το μάγουλο μου.
-Ναι είπα και χαμηλωσα το κεφάλι. Γυρισα το προσωπο μου και κατέβασα το χέρι του προσπαθώντας να αποφυγω το άγγιγμα του. Εκείνος σηκώθηκε απο τον καναπέ και πήγε στο παράθυρο.
-Παλι ο ίδιος εφιάλτης έτσι; ρωτησε και ένιωθα το θυμό να βράζει μέσα του.
-Τζέικ τον βλέπω κάθε βράδυ τώρα. Κάτι θα σημαίνει δεν γίνεται είπα ενω τον πλησίασα.
-Όχι μη είπε γυρίζοντας προς το μέρος μου. Εχεις δίκιο. Ίσως να θέλει να σου δειξει πως είμαι επικίνδυνος για εσενα.
-Τζέικ μην λες βλακιες.
-Όχι Έλι. Δεν είναι βλακιες. Το ειπες και μονη σου. Εδώ και πολλά βράδυα. Βλέπεις εμένα σαν λύκο και ακούς τη φωνη μου να λέει οτι θα σε σκοτώσω. Το είχες δει ξανά. Τη μέρα που έγινε το περιστατικό μεταξύ μας. Μονο που τοτε σε σκότωσα. Το εκανα. Ελι καλυτερα να φύγω εντελως απο τη ζωή σου. Δεν θελω να σας κάνω κακό.
-Τζέικ σταματά γαμωτο. Δεν θα φύγεις. Δεν θα το κανεις. Δεν με νοιάζει τι θα γίνει. Σε θέλω κοντά μου. Σε θέλουμε κοντά μας. Δεν μπορείς να φύγεις. Οχι. Είπα ενω δάκρυα αρχισαν να κυλούν στο πρόσωπο μου. Ενιωσα να χάνομαι στη ζέστη του αγκαλιά. Η ανάσα του να ζεσταίνει τον λαιμό μου και το χερι του να χαϊδεύει αργά τα μαλλια μου.
-Δεν θα σε αφήσω ομως, όμως μην με φοβάσαι. Δεν θελω να σας κανω κακό. Σε αγαπώ και τίποτα απο αυτά δεν θα γίνει. Μου είχες εμπιστοσύνη; ρώτησε καθώς με τα ζεστά του χέρια έπιασε του κεφάλι μου φέρνοντας του απέναντι απο το δικο του.
-Ναι είπα και ένωσα τα χείλη μας. Σου είχα και σου έχω είπα και τον φίλησα ξανα. Ήταν βαθύ και γεμάτο πάθος. Με κοίταξε καθώς χαμογέλασε και με έβαλε ξανά στην αγκαλιά του ενω το χερι του χάιδεψε για λιγο την κοιλια μου.

Το απόγευμα είχε πλεον φτάσει βρίσκοντας μας αγκαλιά. Δεν ειχαμε κανει τίποτα όλη μέρα παρα μονο να κοιταζουμε μια μικρή τηλεοραση βλέποντας έργα βαρετα και αισχρά. Η πόρτα χτυπησε ξαφνικα τρομάζοντας μας. Κοίταξα τον Τζέικ και εκείνος κανοντας μου ενα νόημα σηκώθηκε και άνοιξε προσεκτικά.
-Φύγε άκουσα τη φωνή του.
-Πρεπει να της μιλήσω ακούστηκε κάποια αλλη.
-Θα είμαι κοντά της είπε ξανά ο Τζέικ και έπειτα απομακρύνθηκε κανοντας χώρο στον Κέιλ να περάσει. Μόλις τον είδα να περπατάει στο μέρος μου οι μυς μου σφίχτηκαν και τα χέρια μου σχημάτισαν μπουνιές. Η μια μεριά της καρδιά μου ήθελε να σηκωθω και να τον χτυπησω αλλά η αλλη ήθελε να μείνω ή καλυτερα να τρεξω μακρια του. Ήρθε και έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα μου. Το σώμα μου απότομα πετάχτηκε εξω απο το ζεστό πάπλωμα και βρέθηκε καθισμένο σε μια καρέκλα. Το βλέμμα του Κέιλ με περιεργάστηκε προσεκτικά.
-Με φοβάσαι; ρώτησε ξαφνικά ενω κοίταξε για μια στιγμη τον Τζέικ. Το στόμα μου δεν άνοιξε με αποτέλεσμα απλα να κάνω ενα νόημα με το κεφάλι μου.
-Δεν το βρίσκεις φυσικο; ακούστηκε η φωνή του Τζέικ διπλα μου. Το χέρι του Κέιλ πέρασε μέσα απο τα μαλλια του και το βλέμμα του σκοτείνιασε.
-Συγγνώμη. Δεν ηξερα τι εκανα είπε τελικά και με κοίταξε στα ματια.
-Δεν μου αρκεί Κειλ. Δεν πίστευα να σε ενοχλούσε τόσο και ξέρω σου φάνηκε περίεργο και με το δίκιο σου όμως δεν ειχες λογο να τα κανεις αυτά ενω ειχες σχέση με την Αντζι.
-Εχεις δικιο. Αλήθεια συγνώμη. Και την αγαπώ. Όμως είχα νευριασει με εκεινον και-
-Δεν έχει και Κέιλ. Είναι επιλογή μου και δεν ζήτησα ποτε κάποιον να με φυλάει ή να σκοτώνει οποίον μου έκανε κάτι. Ηξερες οτι ήθελα να τον βοηθήσω και εσυ αντι αυτου τον πήρες για να τον σκοτώσεις. Και ο λόγος γιατί; Για ότι μου έκανε; Δεν με ένοιαζε και επίσης ζωή μου είναι αν δεν τον ήθελα ή αν τον φοβόμουν θα σας το έλεγα όπως τοτε στις αρχές που με είχατε πάρει. Την πρωτη μέρα που πήγε να κανει κάτι τέτοιο ξανά που ήρθες με τον Ολιβερ. Τοτε σας το είπα τώρα όμως σου ειπα να μην τον αγγιξεις και έκανες αλλα. Τέλος παντων. Απλα κανε τη ζωή σου με την Αντζι και ασε εμένα να κάνω τη δική μου με τον Τζέικομπ.
-Δηλαδή δεν θέλεις να μείνουμε φιλοι; είπε με ενα απογοητευμένο βλέμμα.
-Θέλω Κέιλ. Απλα-
-Ναι ξέρω και παλι συγγνώμη είπε ενώ σηκώθηκε. Πέρασε απο το κρεβάτι και ήρθε κοντά μου κάνοντας μου μια αγκαλιά. Τώρα πρεπει να φύγω. Είπε τελικά και πήγε στην πόρτα. Ο Τζέικ πήγε πίσω του και την άνοιξε.
-Να την
-Ναι Κέιλ. Θα το κάνω είπε ο Τζεικ κόβοντας την πρόταση του Κειλ και υστερα έφυγε.
-Ευχαριστώ που ήσουν εδώ του είπα μόλις ήρθε ξανά κοντά μου.
-Εγω σε ευχαριστώ που δεν έφυγες είπε δίνοντας μου ενα φιλί.

~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~~•~•~•

The White WolfWhere stories live. Discover now