6 PART 2

48 14 6
                                    

 Πέρασαν λίγες μέρες από τότε που έφτασαν σε εκείνο το χωριό και η Ρομίνα με τον Κάλουμ περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος των ημερών τους κλειδωμένοι σε εκείνο το δωμάτιο, ενώ ο Μπραντ βρισκόταν όλη την ώρα με την Σεραφίνα κάπου αλλού.

Το αγόρι είχε αλλάξει πάρα πολύ από τότε που είχαν πάει σε εκείνο το μέρος. Η Ρομίνα σχεδόν δεν αναγνώριζε τον αδελφό της. Φαινόταν σαν να μην είχε πια δική του βούληση. Το ίδιο και ο Κάλουμ. Ήταν τα πειθήνια στρατιωτάκια της Σεραφίνας και έκαναν ότι τους έλεγε αυτή. Ότι και να έλεγε η Ρομίνα εναντίων της αρχόντισσας, τα δύο αγόρια την κατέκριναν και αντίκρουαν τις κατηγορίες της.

Η Ρομίνα όμως δεν σταμάτησε να έχει αμφιβολίες. Και παραμόνευε την παραμικρή ευκαιρία για να ξεσκεπάσει την αλήθεια.

Συνήθως, η πόρτα του δωματίου τους κλείδωνε το βράδυ αλλά ένα βράδυ, ενώ ο Κάλουμ κοιμώταν του καλού καιρού, η Ρομίνα , έχοντας αϋπνίες, αποφάσισε να προσπαθήσει να το σκάσει για να βρει τον αδελφό της.

Στην αρχή, η πόρτα ήταν κλειδωμένη και όσο και να γύριζε το κορίτσι το πόμολο και να έβαζε το νύχι της στην κλειδαριά δεν γινόταν τίποτα.

<<Αχ, μακάρι η κλειδαριά να ξεκλείδωνε...>> ευχήθηκε η κοπέλα και τότε, με ένα κλικ, το πόμολο γύρισε και η πόρτα άνοιξε. Η κοπέλα κράτησε την ανάσα της και κρύφτηκε στις σκιές για μερικά δευτερόλεπτα και αφού δεν πετάχτηκε κανείς να την αρπάξει από την πόρτα, πήρε το θάρρος και βγήκε από το δωμάτιο επιφυλακτικά, κοιτάζοντας γύρω της.

Αφού η κοπέλα περιπλανήθηκε για λίγο άσκοπα στο τεράστιο κάστρο που είχε την μορφή λαβυρίνθου, με τα γυμνά πόδια της να παγώνουν στο πέτρινο παγωμένο πάτωμα, έφτασε μπροστά σε μια παράξενη ξύλινη πόρτα που είχε σκαλισμένα πάνω της παράξενα γράμματα σε κάποια ξένη άγνωστη γλώσσα, η οποία ήταν μισάνοιχτη. Η Ρομίνα, τρώγομενη από περιέργεια άνοιξε την πόρτα λίγο παραπάνω για να μπορέσει να δει μέσα.

Το θέαμα που αντίκρισε την έκανε να κρατήσει την ανάσα της και παραλίγο να κάνει την καρδιά της να σπάσει.

Ήταν η Σεραφίνα, με τον αδελφό της, σε ένα είδος εσωτερικού κήπου, ο οποίος όμως βρισκόταν κάτω από τον ολόαστρο ουρανό. Το λευκό φόντο του χιονισμένου τοπίου φωτιζόμενο από το φεγγάρι.

Η Σεραφίνα, φωτισμένη από το φως της σελίνης, κρατούσε στο χέρι της μια χιονόμπαλα, πράγμα όχι και τόσο περίεργο φυσιολογικά, μόνο που εκείνη δεν την κρατούσε ακριβώς στο χέρι τα αλλά αντίθετα, η χιονόμπαλα αιωρούταν μερικά εκατοστά πάνω από το χέρι της.

-Μάγισσα.- αυτό ήταν το πρώτο πράγμα τα που σκέφτηκε η Ρομίνα, καθώς όλα τα καμπανάκια κινδύνου χτυπούσαν μέσα της. Αγνόησε όμως την επιθυμία να τρέξει και έμεινε για να δει την συνέχια.

Η μάγισσα , έστειλε την μπάλα με ορμή προς το μέρος του Μπράντ, ο οποίος , με μία κίνηση του καρπού του την σταμάτησε στον αέρα και σφίγγοντας την γροθιά του, διέλυσε την αιωρούμενη χιονόμπαλα σε εκατοντάδες χιονονιφάδες, οι οποίες έπεσαν στο έδαφος σιγά σιγά.

<<Μπράβο αγόρι.>> του είπε η Σεραφίνα περήφανη. <<Κάνε ένα διάλειμμα όμως γιατί έχουμε επισκέψεις...>> και χωρίς να κουνηθεί από την θέση της, η μάγισσα άνοιξε εντελώς την ξύλινη πόρτα πίσω από την οποία κρυβόταν η Ρομίνα, αποκαλύπτοντας το ξεπαγιασμένο κορίτσι.

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ (Part 2)Where stories live. Discover now