Κεφάλαιο 1ο

4K 127 7
                                    

   Ο ήχος του κινητού μου με ψιλοξύπνησε αλλά το αγνόησα, η σημασία ήταν μηδενική καθώς και ένιωθα πιο κουρασμένη από ποτέ. Μετά από αρκετή ώρα ακούω κάποιος να κοπανάει την πόρτα τόσο δυνατά που θα νόμιζα πως κάνουν εργασίες έξω στον πεζόδρομο.
     Μα τον θεό, αν δεν σταματήσουν θα κάνω φόνο, σκέφτηκα και γύρισα γρήγορα πλευρό σκεπάζοντας τον εαυτό μου ψηλότερα από το κεφάλι μου
     Ξαφνικά μετά από λίγο νιώθω τα σκεπάσματα να τραβιούνται από πάνω μου και μουγκρίζω προφανώς ενοχλημένη
    -Τι;! Ρωτάω το καινό με κλειστά τα μάτια προσπαθώντας να ξανασηκώσω τα παπλώματα μου
    -Θεοδώρα παιδί μου ξυπνά. Άκουσα μια αντρική γνώριμη φωνή και του πέταξα ένα μαξιλάρι με τον Μίκυ Μάους που είχα δίπλα μου
    -Οχι! Άσε με να κοιμηθώ στα βαθύ του πουθενά,εβλεπα ένα πολύ ωραίο όνειρο. Και με αυτό γυρνάω μπρούμυτα, το κεφάλι μου μέσα στο μαξιλάρι και νιώθω μια μικρή ασφυξία, έτσι γυρνάω πάλι το κεφάλι μου στα πλάγια για να αναπνεύσω
    -Μωρή γουρούνα... Σήκω! Έχουμε κατα-αργησει για το μάθημα και ξέρεις πως ποτέ δεν χάνω μάθημα. Αμέσως γνώρισα την φωνή και ήταν μια από τις καθημερινές συζητήσεις που είχαμε κάθε φορά που αργούσα να ξυπνήσω
    -Πωωω ρε Σέβα! Πάντα την ίδια συζήτηση έχουμε. Στα ξαναείπα αυτά, άργησα να γυρίσω από την δουλειά πάλι. Άσε με να κοιμηθώ 'μώτο μου. Του λέω και πηγαίνω στην άκρη του διπλού κρεβατιού μου, όσο πιο μακρυά από αυτόν μπορώ
     Ανεβαίνει πάνω στο κρεβάτι μου και έρχεται δίπλα μου με γυρίζει ανάποδα και βγάζει κάποιες τρίχες μπροστά από τα μάτια μου και με αφήνει κάτω γρήγορα πριν καταλάβω τι γίνεται. Κάθεται σταυροπόδι, το βόδι, σκέφτομαι, και τα μάτια μου ανοίγουν ορθάνοιχτα καθώς νοιώθω λίγο τρομαγμένη από την πτώση μου.
    -Πας καλά παιδάκι μου; Την μια στιγμή είσαι καλός και έτσι και την άλλη με κατατρομαζεις; Φύγε τώρα δεν θα έρθω σχολείο μέχρι να νιώσω ότι θέλω. Και μάντεψε, έκανα μια μικρή παύση και γύρισα γρήγορα πλευρό, ΔΕΝ ΘΕΛΩ! του φώναξα
    -Α να σου πω... Δεν θα τα πάμε καλά. Έχεις χάσει τις δυο πρώτες ώρες και τώρα χάνω και εγώ την τρίτη εξαιτίας σου. Δεν με νοιάζει πόσες ώρες ύπνου είχες πρέπει να σηκωθείς τώρα! Είπε και άπλωσε το πόδι του και με έσπρωξε κάτω από το κρεβάτι.
    -Γαμωτο θα σε ΣΚΟΤΩΣΩ! είπα και σηκώθηκα γρήγορα από το πάτωμα και πετάχτηκα πάνω του. Τα χέρια μου γύρω από τον λέμε του τον στραγκαλιζαν ελαφρά, τονίζω το ελαφρά.
    -Θ-Θεοδώρα! Είπε βηχοντας. Θεοδώρα με πνίγεις!
    -Τι μας είπες, Σέρλοκ. Του είπα με ειρωνεία
     Μου έπιασε τους καρπούς και τους πίεσε για να τον αφήσω, έτσι και έκανα, ήταν πολύ πιο δυνατός από εμένα και δεν μπορούσα να συνεχίσω, όσο και να το ήθελα. Με έσπρωξε από πάνω του και έπεσα δίπλα του στο κρεβάτι μου.
    -Τωρα που είσαι ξύπνια, τρελή, ντύσου και φύγαμε. Θα είμαι κάτω στην κουζίνα. Είπε και σηκώθηκε γρήγορα γρήγορα. Και μην δοκιμάσεις να ξανά κλειδώσεις την πόρτα γιατί όλοι ξέρουμε πως μπορώ να την σπάσω.
    -Ω σκάσε και βγες έξω επιτέλους! Του είπα και σηκώθηκα και εγώ.
     Έβαλα το σκούρο μπλε τζιν μου και ένα άσπρο T-shirt. Πήρα την τσάντα που ήταν πάνω στο θρανίο μου και κατέβηκα γρήγορα κάτω και βρήκα τον Σέβα να τρώει πικλες μπροστά από το ανοιχτό μου ψυγείο
    -Ιου! Είπα και έκανα γκριμάτσα αηδίας. Πρωί πρωί πικλες; τον ρωταω καθώς τον βλέπω να κλείνει την πόρτα (του ψυγείου) και να γυρνάει να με κοιταξει.
    -Ειναι θέμα μεταβολισμού. Και επίσης, επειδή σε αυτή την ώρα είναι το δικό σου πρωί, δεν σημαίνει πως είναι για όλους μας. Μου είπε και γέλασε κοφτά
     -Ναι ναι, γέλα γουρούνι. Αλλά εγώ βγάζω λεφτά από αυτή την δουλειά. Ακόμα και αν γυρίζω αργά και δεν πάω σχολείο στην ώρα μου τουλάχιστον έχω ξεκουμπιστεί από το σπίτι των γονιών μου.
     Αποτι καταλαβαίνεται δεν πολυγουσταρω τους δικούς μου. Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου μου φώναζαν συνέχεια και δεν με άφησαν στην ησυχία μου. Μια μέρα πήρα κάποια λεφτά που είχα από την δουλειά και έφυγα από το σπίτι και έμεινα σε ένα χοτελ. Δεν με ψάξαμε ούτε λεπτό. Την επόμενη μέρα γύρισα σπίτι και έφαγα βρισίδι και κράξιμο ενώ αυτοί έπρεπε να πάρουν το νόμπελ των πιο αδιαφορών και υποκριτων γονιών. Μου φώναζαν λες και καλά νοιαζονταν για εμένα αλλά σιγά σιγά η συζήτηση πήρε άλλη φορά και καταντήσαμε στο ότι εγώ θα έφευγα από το σπίτι. Το μόνο που μετάνιωσα όταν είπα αυτές τις λέξεις είναι ότι θα άφηνα τον Γιαννάκη μόνο του, στο σπίτι με έναν πατέρα που λείπει από τα ξημερώματα έως το απόγευμα και μια μάνα που ένας θεός ξέρει με ποιον πήγαινε. Κάθε βράδυ μετά την αποχώρηση από το πρώην σπίτι μου, ο Γιάννης με έπαιρνε τηλέφωνο να μου πει πως η μαμά και ο μπαμπάς πάλι μάλωναν για την 'πολυαγαπημενη κόρη τους' και για το γεγονός ότι απαταγανε ο ένας τον άλλον όμως 'αγαπιοντουσαν'.
     Ο Σεβαστιανός ήταν πάντα στο πλευρό μου από όταν ήμασταν μικρα έτσι τον εμπιστεύομαι με τα πάντα, ξέρει τα πάντα για εμένα και ως 'μεγαλύτερος' όπως λέει (μόνο για 5 μήνες είναι μεγαλύτερος μου), με προστατεύει και νοιάζεται περισσότερο από ότι νοιαζόταν ή ίδια μου η μάνα.
    -Οκ, οκ. Δεν είπα το αντίθετο. Απλά έχουμε αργήσει και πρέπει να τρέξουμε. Πάμε τώρα, πριγκίπισσα; είπε και άνοιξε την πόρτα της κουζίνας απλώνοντας τα ένα χέρι για να μου κάνει νόημα για να βγω.
    -Αντε πάμε. Του είπα και βγήκα από την κουζίνα.

Κολλητός; Where stories live. Discover now