(ΓΙΩΡΓΟΣ)
"Την σκοτωσα;Όχι,όχι δεν γίνεται να την σκότωσα" Την σηκωσα και την εβαλα μες στο αμάξι. Μπορώ να διακρίνω ελάχιστα τους παλμους της.
Φτάνουμε στο νοσοκομείο. Μπαίνουμε μ γρήγορα μέσα κρατώντας την στα χέρια μου και αρχίζω και φωνάζω
"Έναν γιατρό γρήγορα έναν γιατρο" εμφανίζεται μια νοσοκόμα και από πίσω της άλλοι δύο γιατροί με ένα κρεβάτι.(ΝΕΦΕΛΗ)
Ανοίγω τα μάτια μου, μην γνωρίζοντας που βρίσκομαι. Μόλις συνηδειτοποιω πως βρίσκομαι στο νοσοκομείο τρομαζω. Δεν θυμάμαι τίποτα παραπάνω μόνο ένα δυνατό φρενάρισμα.Ένα αγόρι μιλάει με έναν γιατρό χωρίς να με καταλάβουν πως ξυπνάω. Ζαλίζομαι. Η ομιλία με τον γιατρό τελειώνει και ο αγόρι έρχεται ο προς το μέρος μου.
"Ξύπνησες." Λέει εκείνη η βραχνιασμένη φωνή που έπεσα πάνω της το πρωί στην σχολή.
"Εσυ;"Κοιτάω απορροφημενη.
"Ναι, εγώ." Μου λέει.
"Τι έγινε; Δεν θυμάμαι πολλά." Του είπα.
"Πηγές να περάσεις τον δρόμο. Δεν σε είδα, το μυαλό μου ήταν αλλού και έτσι έπεσα πάνω σου. Χτυπησες λίγο το κεφάλι σου, και έσπασες το πόδι σου. Γαμωτο συγνώμη." Λέει και σκίζει το κεφάλι του.
"Γιατί μου ζητάς συγνώμη. Δεν το έκανες επίτηδες." Του λέω
"Σου μίλησα άσχημα το πρωί,σε χτύπησα με το αμάξι μου. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω!" Με μαλωνει.Δεν μιλάω. Μένω μόνο να τον κοιτάω μες στα μάτια. Τι ματιά είναι αυτά; Τι χρώμα ειναι αυτό; προσπαθώ να καταλάβω! Είναι περίπλοκα. Είναι γκρι με αναμιγμενο πράσινο και ελάχιστο καφέ. Είναι τα ωραιότερα ματιά που έχω δει ποτέ μου!
"Πώς σε λενε;" Τον ρωτάω.
"Γιώργο,εσένα;" Μου λέει και η φωνή του με χαλαρώνει.
"Νεφέλη." Λέω κοιτάζοντάς τον μες στα μάτια με θαυμασμό.
"Πεινας;" Με ρωτάει
Το σκέφτομαι λίγο και απαντάω "Ναι." Εκείνος σηκώνεται και βγαίνει έξω από το δωματιο. Μετά από λίγη ώρα εμφανίζεται."Γιατί άργησες;"Τον ρωτάω
"Ήμουν με κάτι νοσοκομες."
Λέει και εγω κοκαλωνω.
"Α..."Λέω και γνεφω.
"Πλάκα κάνω." Λέει.
"Είχα πάει στο περίπτερο γιατί τα φαγητά του νοσοκομείου ποτέ δεν είναι ωραία και πίστευα ότι δεν θα σου αρέσουν." Λέει.Μου φάνηκε παραξενο. Γιατί να σκεφτεί κάτι τέτοιο; Γιατί να κάνει όλο αυτό τον κόπο για εμενα;
"Ευχαριστώ, αν και δεν ήταν ανάγκη." Δεν είπε κάτι. Ίσως να μην ήθελε. Ίσως να μην ήξερε τι να πει.
Μετα από λίγο μπαίνει μέσα ο γιατρός.
"Δεν έχετε κάτι σοβαρό, μόνο το πόδι σας θέλει ανάρρωση. Θα χρειαστείται πατερίτσες. Αύριο μπορείτε να φύγετε." Είπε και ξεφύσηξα.
"Ευχαριστούμε πολύ." Είπα και ο γιατρός έφυγε.
"Μπορείς να φυγεις. Πιστεύω έχεις αρκετά πράγματα να κάνεις από το να κάθεσαι να εδώ." Λέω στον Γιώργο.
Με κοιτάζει με ένα ύφος σαν να με μαλωνει. Έρχεται κοντά μου και με σκεπάζει με το λευκό παγωμένο σεντόνι του νοσοκομείου.
"Καληνύχτα." Μου λέει αφού η ώρα είναι 10 παρά και κάθεται στην καρέκλα δίπλα.
"Καληνύχτα." Του λέω και κλείνω τα μάτια μου.(ΓΙΩΡΓΟΣ)
Είναι τόσο όμορφη. Δεν ήθελα να της κάνω κακό. Σέρνω την καρέκλα πιο κοντά προς το κρεβάτι που κοιμόταν τοσο γλυκά. Της χαηδευω τα μαλλιά και σέρνομαο γρήγορα πίσω για να μην την ξυπνήσω.
ΤΟ ΕΠΌΜΕΝΟ ΠΡΩΊ
Ξύπνησα και εκείνος καθόταν δίπλα μου και με κοιτούσε. Οκ, νιώθω παράξενα δεν θα το κρύψω.
"Καλημέρα." Λέω και εκείνος που το ανταποδίδει.
"Ετοιμάσου σιγά σιγά να φύγουμε." Κολαω. Να φύγουμε;"Εντάξει." Του λέω προσπαθώντας να κατέβω από το κρεβάτι.
" Μα τι κάνεις;" Έρχεται γρήγορα και με πιάνει.
"Περιμενε εδώ." Μου λέει.
"Σου έχω μια έκπληξη." Βγαίνει έξω από το δωματιο και έρχεται κρατώντας ένα αναπηρικό καροτσάκι. Αρχίζω και γελάω."Θα με πας βόλτα;" Λέω και καρφώνω τα μάτια μου επάνω του.
Με σηκώνει και με βάζει πάνω στο καροτσάκι."Ναι!" Μου λέει με ενθουσιασμό και αρχίζουμε και τρέχουμε στους διαδρόμους του νοσοκομείου."Πρέπει να φύγουμε." Μου λέει και του απαντάω "Ναι..."
Πήγαμε και πήραμε το εξητήριο.Βγαίνουμε έξω από το νοσοκομείο και με καθοδηγεί σε ένα κόκκινο τσιπ. Μου ανοίγει την πόρτα και μπαίνω μέσα. "Που είναι το σπίτι σου;" Με ρωτάει ώστε να έχω το νου μου να του δείχνω τον δρόμο.
Φτάσαμε έξω από το φοιτητικό μου σπίτι. "Σε ευχαριστώ για όλα." Λέω. Κατσουφιαζει. "Με ευχαριστείς που σε τρακαρα;"
"Εε έστω." Του απαντάω και γελάμε. Ανοίγω την πόρτα προσπαθώντας να βγω έξω αλλά με προλαβαίνει και κατεβαίνει να με βοηθήσει. Με πήγε μέχρι το σπίτι το οποίο ήταν αρκετά βήματα μακριά. Άνοιξα και μπήκαμε μέσα.
"Τι να σε κεράσω;" Τον ρωτάω.
"Τίποτα." Μου λέει.
"Είσαι ο πρώτος που μπαίνει σπίτι μου εκτός από την μαμά μου." Του λέω και με ρωτάει "Γιατί;"
"Προχθές μετακομίσα με την μαμά μου από την Αθήνα. Είναι η πρώτη μου χρόνια ως φοιτήτρια" Του λέω.
"Αα ωραία. Και εγώ σε έκανα να περάσει την 3 μέρα της φοιτητικής σου ζωής μέσα σε ένα νοσοκομείο μαζί μου." Είπε και με κοίταξε μες στα μάτια. Τι ωραία μάτια!
"Δεν είχα και κάτι καλύτερο να κάνω. Όχι πως μου άρεσε να κάθομαι στο νοσοκομείο με σπασμένο πόδι και χτυπημένο κεφάλι." Είπα και γέλασεΠεράσαμε αρκετή ώρα μαζί, μιλήσαμε για την σχολή μου, για την ζωή στην Αθήνα,για τις παλιές σχέσεις μας.
"Πρέπει να φύγω." Σηκώθηκε και είπε κοιτώντας με.
"Εντάξει." Ανταποκρίθηκα και τον πήγα μέχρι την πόρτα.
"Τα λέμε." Λέει, βγαίνει έξω
"Τα λέμε." Λέω κλείνοντας την πόρτα. Μα πριν να το σκεφτώ καν. Πως τα λέμε αγόρι μου; Δεν έχω το τηλέφωνο σου. Ούτε εσύ το δικό μου. Πως θα τα πουμε; Πως θα βρεθούμε; Πως θα μιλήσουμε; Έκατσα στο κρεβάτι μου. Τον σκεφτόμουν όλο το βράδυ. Σκεφτόμουν την μορφή του που δεν νομίζω να ξανά δω. Εκείνα τα μάτια που κάνεις δν μπορούσε να διακρίνει το χρώμα τους. Τα μάτια που δεν πρόκειται να ξανά αντικρισω. Τέλος τελείωσε. Πείστικα στο γεγονός ότι δεν θα τον ξανά δω οπότε ηρέμισα. Μα πως μπορεί ένας άγνωστος να κυριαρχεί στο μυαλό μου. Από την στιγμή που δεν γνωρίζω τίποτα για εκείνον πάρα μόνο το όνομά του.
KAMU SEDANG MEMBACA
Εκείνος Ο Άγνωστος
Fiksi RemajaΗ Νεφέλη είναι μια 18χρονη όμορφη κοπέλα η οποία ξεκινάει μια νέα φοιτητική ζωή καθώς μετακομίζει μόνη της στην Θεσσαλονίκη. 3 μέρες μετά γίνεται κάτι πολύ σοβαρό και δίνει μια ανατροπή στην φοιτητική της ζωή. Στην ζωή της μπαίνει η Στεφ η νέα της...