Εισαγωγή

9 3 1
                                    



Μόλις η Ευθαλία πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας ένιωσε την γαλήνη της εκκλησίας να την τυλίγει. Μόλις είδε τον πάτερ Δαμιανό, του φίλησε το χέρι και άφησε ελεύθερα τα δάκρυά της. «Τι σε βασανίζει Ευθαλία; Ό,τι κι αν είναι λύνετε με την βοήθεια του θεού», η ντροπή την έκανε να μην μπορεί να πει τίποτα, γι' αυτό γονάτισε μπροστά στην εικόνα της παναγίας να προσευχηθεί για τον εγγονό της. Παναγιά μου φύλαγε το καμάρι μου και συ' μάνα είσαι και με νιώθεις... Εγώ δεν μπορώ να' μαι μαζί του εκεί. Γι' αυτό σου ζητώ να είσαι εσύ δίπλα του... Έφυγε πιο στενοχωρημένη απ' ότι πήγε, δε της άρεσε να λέει ψέματα στον παππά. Πήρε ταξί και πήγε στο σπίτι της κόρης της, δίστασε να μπει, δεν ήθελε να τσακωθούν πάλι και' κείνη όμως δε της άφηνε περιθώρια... μάλιστα όταν μπήκε στο σπίτι της είπε με απάθεια πως σε λίγες μέρες θα γινόταν ό,τι έπρεπε.«Βέβαια ο Άγης βιάζεται, εγώ όχι και τόσο».

«Τι λες μωρέ τώρα... τρελάθηκες;» τη ρώτησε αγριεμένη.

«Γιατί μάνα; Ξέχασες πως υπάρχει και η θεία δίκη; Μπορεί τώρα να...» τα φρύδια της έσμιξαν απειλητικά.

«Πάψε!» φώναξε, δίνοντάς της ένα δυνατό χαστούκι.

«Τι έκανες; Τι τόλμησες και έκανες;» είπε, ενώ έτριβε το μάγουλό της και την κοιτούσε γεμάτη κατηγόρια.

«Θα κάνω κι άλλα αν συνεχίσεις να είσαι τόσο αναίσθητη!», τώρα φώναζε, δε την ένοιαζε όμως ακόμα κι αν ξεσήκωνε την γειτονιά ολόκληρη.

«Μόνο έτσι μπορώ να επιβιώνω. Αλήθεια θυμάσαι αυτό που μου έκανε;» μαχαίρια τα λόγια της που την βρήκαν κατευθείαν στην καρδιά.

Ο Άγης μπήκε το βράδυ μπήκε σπίτι και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του γιού του, ήθελε πάντα να τον προλαβαίνει πριν κοιμηθεί να δει το βλέμμα του, να ακούει τις έξυπνες απορίες του και να γεμίζει περηφάνια. Θα έκανε τα πάντα για τον γιο του, ακόμα κι αν αυτό τον απομάκρυνε από την γυναίκα του. Αν εκείνη είναι ανόητη και δε βλέπε ότι ό,τι γίνεται είναι για καλό δε θα ασχοληθώ μαζί της, σκέφτηκε ξαπλώνοντας δίπλα στον μικρό.



Σας αρέσει; Να το συνεχίσω;

Kόκκινη ΛύτρωσηWhere stories live. Discover now