1

6 2 0
                                    



Η ώρα είχε πάει τρείς, το μεσημέρι ήταν σκοτεινό, λόγω της βροχής που σίγουρα θα ερχόταν από ώρα σε ώρα. Ο Σταύρος ξαπλωμένος στο κρεβάτι κοιτούσε το ταβάνι "παλεύοντας" με τη φαντασία και τους ήρωες του, δίνοντας ακόμη μία μάχη, μιας και εκείνοι ήταν που είχαν πάντα το πάνω χέρι. Το φως του γραφείου του ήταν αναμμένο, προκαλώντας τον να συνεχίσει το γράψιμο, η φωνή της Νάντιας όμως ήρθε στο μυαλό του να τον εκνευρίσει. «Μου υποσχέθηκες πως θα βγούμε και τώρα το ακυρώνεις; Και πάλι λόγω των ηλίθιων βιβλίων σου; Έλεος δηλαδή!». Καλή, χρυσή, όμορφη, αλλά πολύ πεισματάρα και ποτέ δε σεβόταν τη δουλειά του και αυτό τον θύμωνε πάρα πολύ. Δεν πήγαινε άλλο εκείνος ήθελε άλλου τύπου γυναίκα... μια γλυκιά και τρυφερή και το ήξερε εδώ και καιρό, το θέμα ήταν στην Νάντια πως θα το έλεγε; Μιας κι εκείνη ζώντας στο ροζ συννεφάκι της πίστευε σε αυτό που πίστευαν όλες οι γυναίκες του σιναφιού της , σε όλα τα μέρη του πλανήτη: Στην αγάπη μεταξύ εραστών. Η θεωρία του έλεγε πως η αγάπη είναι σαν την περίοδο, αποκλειστικά για τις γυναίκες. Ίσως βέβαια να μην πολύ πίστευε σ' αυτή, στην Νάντια όμως ταίριαζε απόλυτα. Ήταν από τις γυναίκες που ενώ σου ξεκαθάριζε τι ήθελε, αργότερα το στόλιζε με αγάπες και λουλούδια για να μπορεί να πηγαίνει με τον ένα και τον άλλο χωρίς να μπορεί κανείς να της χρεώσει τίποτα. Μ' αυτές τις σκέψεις χώθηκε κάτω από το πάπλωμα και κοιμήθηκε προσπαθώντας να χαλαρώσει. Το τηλέφωνο χτύπησε και τινάχτηκε σαν ελατήριο.

«Παρακαλώ, ναι κοιμόμουν, ναι από τώρα», αυτή η ανάκριση που του έκανε όποτε μιλούσαν δεν αντεχόταν πια.

«Έχουμε κανονίσει κι συ κοιμάσαι; Ευχαριστώ που με υπολογίζεις» κλαψούρισε.

Το έκλεισε χωρίς να της πει τίποτα, θα πήγαινε όμως γιατί ήθελε να βγει λίγο έξω. Πήγε και την βρήκε στο στέκι τους, ο κόσμος ποδοπατιόταν για να μπει. Ο Σταύρος την βρήκε να μιλάει με έναν κουστουμαρισμένο με λιγδωμένο μαλλί, «δεν το πιστεύω». Σφύριξε μέσα από τα δόντια του, βγαίνοντας έξω σε έξαλλη κατάσταση. Σιχάθηκε, αυτή ήταν επαγγελματίας, τώρα ήταν σίγουρος. Πήρε ταξί, πήγε σπίτι του, κλείστηκε στο γραφείο του και έπεσε με τα μούτρα στο γράψιμο, ξέροντας πως οι ήρωές του δε θα του την έφερναν πισώπλατα... είχε ενοχληθεί τελικά, όχι πως την αγαπούσε αλλά ήταν θέμα εγωισμού. Το ξημέρωμα είχε αρχίσει να τον συντροφεύει στο γράψιμό του, η δροσιά του Γενάρη λειτούργησε σαν ηρεμιστικό για κείνον. Γι' αυτό έκλεισε τον υπολογιστή και πλησίασε στο παράθυρο να εισπνεύσει λίγο αέρα. Η ώρα ήταν πέντε, το φως του απέναντι διαμερίσματος είχε μόλις ανάψει. Τι περίεργο το σημερινό πρωινό, όλα γίνονται ανάποδα... συνήθως τέτοια ώρα χτυπά το ξυπνητήρι και με ξυπνά σήμερα όμως είμαι ήδη ξύπνιος. Τι άλλες εκπλήξεις μου επιφυλάσσει η μέρα; Αναρωτήθηκε και πήγε να κάνει ένα καυτό μπάνιο. Η ανάμνηση της χθεσινής νύχτας πέρναγε από το μυαλό του και του έφερνε αναγούλα. Το καυτό νερό όμως τον βοήθησε πολύ να χαλαρώσει και να ξεχάσει. Βγαίνοντας κάλεσε ένα ταξί, ντύθηκε, κατέβηκε κάτω και σε μισή ώρα βρισκόταν έξω από το νοσοκομείο για εξετάσεις. Μπήκε στην αίθουσα αναμονής κάθισε και έβγαλε από το χαρτοφύλακά του ένα πάκο με χαρτιά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεκίνησε να μελετάει, με απόλυτη προσοχή .«Όχι πάλι», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Ο Σταύρος σήκωσε τα μάτια του από τα χαρτιά του και είδε μια κοπέλα να κρατιέται από την πόρτα. Τελείως αυθόρμητα έτρεξε αμέσως κοντά της.

Kόκκινη ΛύτρωσηOù les histoires vivent. Découvrez maintenant