Η Λυδία ξύπνησε από το Νάιτ που σκουντούσε με τη μικρή μουσούδα του το χέρι της. Αυτόματα γύρισε το χέρι της και χάιδεψε το κεφάλι του για να του δείξει πως είχε ξυπνήσει.
Αναδεύτηκε στο κρεβάτι, τεντώνοντας ευχαριστημένη το σώμα της. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της, καθώς για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό είχε την ελπίδα πως τα πράγματα θα άλλαζαν προς το καλύτερο.
Ανασηκώθηκε και έκπληκτη συνειδητοποίησε πως είχε ξημερώσει. Είχε χάσει το δείπνο και ο Νάιτ πιθανώς κινδύνευε από ουρολοίμωξη. Γύρισε και τον είδε να την περιμένει μπροστά στη πόρτα έτοιμος για μια βόλτα.
Πέταξε τη πετσέτα από τα μαλλιά της και φόρεσε όπως – όπως τα αθλητικά και μια ζακέτα. Άνοιξε τη πόρτα και έχοντας στο πλευρό της το Νάιτ, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε έξω από το αρχοντικό.
Ο Νάιτ χάθηκε από τα μάτια της μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τρέχοντας ελεύθερος για πρώτη φορά μετά από εβδομάδες. Η Λυδία τον ακολούθησε με αργό βήμα εξερευνώντας μαζί του τον εγκαταλελειμμένο κήπο που συνέχιζε κυκλικά γύρω από το αρχοντικό.
Περίτεχνα μοτίβα από πέτρινα παρτέρια παρίσταναν ένα έργο τέχνης, που άλλοτε πλαισίωναν μια πανδαισία χρωματιστών λουλουδιών, μικρών θάμνων και οπωροφόρων δέντρων. Το πλακόστρωτο μονοπάτι οδηγούσε προς ένα μικρό ξέφωτο, ανάμεσα σε ξερά και σπασμένα κλαδιά δέντρων.
Ο Νάιτ περίμενε τη Λυδία εκεί, έχοντας ένα σπασμένο κλαδί μπροστά στα πόδια του.
«Ήρθε η ώρα για παιχνίδι Νάιτ;» η Λυδία πέταξε το ξύλο όσο πιο μακριά μπορούσε και είδε το Νάιτ να τρέχει προς αυτό ευτυχισμένος. Αφού επανέλαβαν το παιχνίδι για καμιά δεκαριά φορές, τελικά επέστρεψαν στο αρχοντικό.
«Όχι, όχι και πάλι όχι!» οι φωνές της Ναταλίας αντήχησαν σε όλο το σπίτι, «Δεν υπάρχει περίπτωση»
«Πολύ αργά, γιατί είναι ήδη εδώ» απάντησε η Λυδία στη θυμωμένη μητέρα της, ενώ κατευθυνόταν με το Νάιτ προς το δωμάτιό της.
«Δεν επιτρέπονται σκυλιά εδώ!»
«Αλήθεια;» η Λυδία δεν είχε σκεφτεί τη πιθανότητα να υπάρχει πρόβλημα με το Νάιτ. Είχε πιστέψει πως ήταν απλά ένα καπρίτσιο των γονιών της, «Μαρία, Μαρία!» άρχισε να φωνάζει την οικονόμο ξανά και ξανά, πηγαίνοντας προς τη κουζίνα.
«Με ζητήσατε;» ρώτησε η Μαρία βγαίνοντας από τη κουζίνα με ένα δίσκο γεμάτο φαγητά που προορίζονταν για το πρωινό.
YOU ARE READING
Faith
FantasyΗ Λυδία είναι μία 16χρονη κοπέλα που μετακόμισε με την οικογένειά της σε ένα μικρό χωριό έξω από τον Έβρο, με το όνομα Άνθος. Εκεί, ανάμεσα στους κατοίκους ζουν φαντάσματα με υλική υπόσταση. Ο χρόνος τους φαίνεται να τελειώνει, αφού σε λιγότερο από...