"Δε χαιρόταν όποτε τον έβλεπε. Ψέμα.
Δεν τον σκεφτόταν. Ψέμα.
Δεν τον αγάπησε ποτέ. Αυτό ήταν το τελευταίο της ψέμα.
Καθώς στεκόταν στο ανοιχτό παράθυρο και το κρύο αεράκι τη τύλιξε σα πέπλο, κοίταξε για τελευταία φορά την ανθισμένη λεμονιά κι ύστερα –"
«Θα σταματήσω το κολυμβητήριο» η φωνή του Ορέστη τρύπωσε στο όνειρο της Λυδίας και τη ξύπνησε λίγο πριν ο εφιάλτης ολοκληρωθεί.
«Μπορώ να δουλέψω στον κύριο Παπαδάκη» πρότεινε ο Γρηγόρης.
«Δε θα ξανά πάω φροντιστήριο» είπε ο Ορέστης.
«Τώρα και να θες δε θα ξανά πας» σχολίασε η Λυδία καθώς προσπαθούσε να τεντωθεί στη στενή της θέση.
«Το χαίρεσαι, έτσι;» τη κοίταξε βλοσυρά ο Γρηγόρης.
«Φυσικά και το χαίρεται. Αφού δεν έχει φίλους ή ζωή – »
«Αρκετά!» φώναξε η Νικολέτα από τη μπροστινή θέση, αλλά ο Ορέστης δεν πτοήθηκε.
«Κανείς δε σε θέλει γιατί είσαι φρικιό!» η φωνή του εκκωφαντική στο μικρό χώρο του αυτοκινήτου, βρήκε το στόχο της στη παγωμένη καρδιά της Λυδίας.
Κατά την υπόλοιπη διαδρομή παρέμειναν σιωπηλοί. Η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά τεταμένη και δεν υπήρχαν λόγια που μπορούσαν να υποθούν προς υπεράσπιση της νεαρής κοπέλας. Ή τουλάχιστον δεν υπήρχε η πρόθεση. Τα λόγια του Ορέστη τους έβρισκαν όλους σύμφωνους. Ακόμα και η ίδια η Λυδία συμφωνούσε.
Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε ήταν πολλή αγαπημένη οικογένεια. Κάποτε γελούσαν όλη την ώρα και η φωνή της μητέρας τους υψωνόταν μόνο για να τους μαλώσει για κάποιο πείραγμα. Κάποτε, όχι καιρό πριν, ούτε ένα χρόνο...
Τώρα η Λυδία κοιτούσε έξω από το παράθυρο το λαμπερό ήλιο και ευχόταν οι ακτίνες του να την έφταναν. Να τυλίγονταν γύρω της και να την έκαιγαν. Να γινόταν στάχτη και ίσως σε κάποια άλλη ζωή να ξανά γεννιόταν. Σαν άλλος φοίνικας, να άρχιζε από την αρχή.
«Τέλεια» ακούστηκε η φωνή του Θανάση.
«Τι έγινε;» ρώτησε η Νικολέτα.
«Το gps σταμάτησε» απάντησε ενώ μείωνε ταχύτητα.
«Ας σταματήσουμε να πάρουμε οδηγίες;» πρότεινε η Νικολέτα με τη φράση της να γίνεται σιγανή και αβέβαιη καθώς κοίταζε έξω από το παράθυρο.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Faith
FantasiaΗ Λυδία είναι μία 16χρονη κοπέλα που μετακόμισε με την οικογένειά της σε ένα μικρό χωριό έξω από τον Έβρο, με το όνομα Άνθος. Εκεί, ανάμεσα στους κατοίκους ζουν φαντάσματα με υλική υπόσταση. Ο χρόνος τους φαίνεται να τελειώνει, αφού σε λιγότερο από...